Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Με την ιδέαν δε ότι και οι δύο ήσαν κοσμογυρισμένοι έτρεφε δι' αυτόν αίσθημά τι συναδελφότητος, το οποίον έτεινε να μεταβληθή εις έρωτα. Αλλά την προτίμησιν ταύτην έκρυπτε τόσον βαθειά εις την μικράν της καρδίαν, ώστε ουδ' αυτή η μητέρα της εμάντευε τίποτε.

Εν τω μεταξύ, ο μπάρμπα-Γκιουλής, ο κατ' αποκοπήν μάγειρος όλων των γάμων, είχεν ανάψει κάτω, εις την αυλήν του οικίσκου, δύο μεγάλας πυράς, και επί της μιας ανεβίβασε τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας εντός του οκτάμηνον πρόβατον και ήρχισε να το τσιγαρίζη διά να κάμη το σύνηθες εις τους γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγεινεν ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά.

Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας. Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.

Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Πέτρου. Νυχθημερόν πολιορκουμένη υπό γραμματέων, κολάκων, αυλοδούλων και άλλων τοιούτων αδηφάγων επαιτών, οίτινες περικυκλούσι τους θρόνους, ως οι κόρακες τα θνησιμαία, ταχέως εβαρύνθη να τείνη τους πόδας εις τους χαμερπείς αυτών ασπασμούς, ενθυμουμένη μετά πόθου τας χρυσάς ημέρας, ότε αντί των σανδαλίων έτεινε τα χείλη της εις τα θερμά φιλήματα του Φρουμεντίου.

Αλλ' εάν εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της πόλεως. Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε: — Θα λησμονήσω. Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε: — Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!

Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.» Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν εκστάσει.

Έτεινε τας χείρας προς τον Βινίκιον και είπεν: — Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Η χάρις του Κυρίου είναι μετά σου· σε ευλογώ λοιπόν, σε και την ψυχήν σου και την αγάπην σου, εν ονόματι του Λυτρωτού!

Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ώ ο καπετάν-Παρμάκης, ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του αλιέως, όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ- Δημάκην, έβλεπε πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην έτεινε προς αυτόν ο πρώην πλοίαρχος: — Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε!

Εν τω μεταξύ η Φραγκογιννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ' εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ' έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν