United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλώς βέβαια, φίλε Ξένε, μου φαίνεσαι ότι εγυμνάσθης εις το να κάμνης διάγνωσιν διά τα νόμιμα των Κρητών, το εξής όμως ειπέ ακόμη καθαρώτερα. Δηλαδή με τον ορισμόν τον οποίον ώρισες διά την έχουσαν καλόν πολίτευμα πόλιν, μου φαίνεται ότι εννοείς ότι πρέπει να κατοικούμεν πόλιν με τοιαύτας διατάξεις, ώστε εις τον πόλεμον να νικώμεν τας άλλας πόλεις. Δεν είναι έτσι; Βεβαιότατα.

Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των. — Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο συγχρόνως πρέζας ταμβάκου: — Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό; Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα πάντα. — Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας.

ΤΥΧ. Ούτω τουλάχιστον φαίνεται. Υπολείπεται τώρα να μας δώσης και ένα καλόν ορισμόν της παρασιτικής. ΠΑΡ. Πολύ καλά. Μου φαίνεται ότι ως εξής δύναται ακριβώς να ορισθή• η παρασιτική είνε τέχνη των ποτών και των φαγητών και εκείνων τα οποία πρέπει να λέγη τις διά να έχη αυτά τα αγαθά• σκοπός δε αυτής είνε η ευχαρίστησις. ΤΥΧ. Θαυμάσια μου φαίνεται ότι ώρισες την τέχνην σου.

Αντραλλεύτηκαν τα σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή. — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός πούρθες γερός και καλά! — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες!

Ιδού πώς: Αφού διαιρεθή εις δύο η πεζονομική επιστήμη, να θέσωμεν το έν μέρος εις την κερασφόρον αγέλην, το δε άλλο εις την ακέρατον. Νέος Σωκράτης. Τα παραδέχομαι αυτά καθώς τα ώρισες εσύ. Διότι είμαι βέβαιος ότι διετυπώθησαν αρκετά καλά. Ξένος. Και τόρα πάλιν βεβαίως είναι φανερώτατον ότι ο βασιλεύς ποιμαίνει μίαν αγέλην στερουμένην κέρατα. Νέος Σωκράτης. Πώς δεν είναι φανερόν; Ξένος.

Με γνωρίζει εμένα, θα σου μάθω όμως και σένα τον τρόπο να το ημερεύης. ΑΝΝΟΥΛΑ Να μάθουμε όλοι τον τρόπο, κ' εγώ, κ' η γιαγιά. Καλώς ώρισες. Χαίρουμαι που σε ξαναβλέπω. ΣΤΑΥΡΟΣ Ευχαριστώ, πατέρα. ΑΝΝΟΥΛΛΑ Ξέρεις, πατέρα, ο Σταύρος ήρθε να μείνη για πάντα πια μαζί μας. ΦΙΝΤΗΣ Το πιθυμώ και γω. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! παιδιά μου, παιδιά μου, αυτή η στιγμή για μένα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου.

Άξαφνα ακούω μια φωνή: — «Καλώς ώρισες, καπετάνιο!» — «Καλώς σας βρήκαμε». Βρε τι ήτανε εκείνο; Με χτύπησε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Έλα Κύριε! είπα μέσα μου. Τ' είνε τούτο το κακό; Γυρίζω και βλέπω. Θαμπώσανε τα μάτια μου. Χαμογελούσε και κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, οι άλλες βαστούσανε τα γέλια τους. Κοντοστάθηκα. «Δε με γνωρίζεις, Καπετάν Δημήτρημου λέει. Λιγώθηκα.

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε. Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες. — Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε. Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια. — Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά. Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο.

Αυτός ο καβαλλάρης! Κύττα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Καλώς τα μάτια σ' τα δυο!

Εισέρχονται εξ ενός η ΓΟΝΕΡΙΛΗ και ο ΕΔΜΟΝΔΟΣ, εξ αντιθέτου δε της σκηνής μέρους ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ. ΓΟΝΕΡ. Εδμόνδε, καλώς ώρισες! Ο αγαθός μου άνδρας πώς να μην έλθη απορώ να μας προϋπαντήση; Πού είναι ο αυθέντης σου; ΟΣΒ. Κυρία, είναι, μέσα, αλλ' έγιν' άλλος άνθρωπος. Το φθάσιμον του Γάλλου του είπα, κ' εμειδίασε· του είπα πως θα έλθης, και, τόσον το χειρότερον, εκείνος απεκρίθη.