Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Παρήλθεν η ημέρα χωρίς να συλλογισθή να φάγη ή να πίη τι. Έκλινε την κεφαλήν επί της σκωληκοβρότου τραπέζης του, εστήριζεν αυτήν εις τον τοίχον εν μέσω των χειρών του, περιεφέρετο εδώ κ' εκεί ταχέως βηματίζων και κατέπινε τον καπνόν του σιγάρου του μετά πάθους.

Ένας κάποιος φίλος μου, κάτοικος Αθηνών, εις τον οποίον είχα στείλει μερικάς οκάδας ξανθόν καπνόν του Αγρινίου, μου έστειλεν ως αντάλλαγμα έν νεοφανές βιβλίον, επιγραφόμενον, «

Δεν εννοώ, φίλε μου, τι δύνανται να ωφελήσουν αυτά τους ευρισκομένους εις τον Άδην. ΕΡΜ. Πιστεύουν ότι αι ψυχαί έρχονται από τον κάτω κόσμον και πετούν γύρω εις τας πυράς διά να δειπνούν με την κνίσαν και τον καπνόν, πίνουν δε από τους λάκκους το μελίκρατον.

Ένας κάθεται υπερήφανος 'σάν βασιλεύς, μόνος! Εκεί κάθονται κουβάρι! Εκεί, κοιμώνται οι 'μισοί, και όταν σταματήση ο καπνόν αποπνέων Δράκων, κατεβαίνουν έξω και πηγαίνουν τον δρόμον των! Αι Σκέψεις πηγαίνουν έξω εις τον κόσμονΚαι εγέλα. — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάςείπαν κάτω μέσα εις την κοιλάδα.

Εγώ όμως χωρίς να φοβηθώ ούτε τα μεγάλα του μαλλιά, ούτε την φήμην του; Τ' είν' αυτά Αρίγνωτε, είπα, και συ η μόνη ελπίς της αληθείας, είσαι γεμάτος από καπνόν και φαντάσματα; Όπως η παροιμία λέγει, άνθρακες ο θησαυρός απεδείχθης.

Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.

Πολλοί συνωμίλουν όρθιοι εν μέσω της αιθούσης· ο αχνός των αναπνοών με τον καπνόν των πολυελαίων εσχημάτιζεν ομίχλην εις τον αέρα. Ο Φανουήλ διέβη από το έν εις το άλλο παράθυρον. Επήγαινε πάλιν να μελετήση τα άστρα, αλλά δεν επλησίαζε τον Τετράρχην φοβούμενος μήπως κηλιδωθεί δι' ελαίου, διότι τούτο διά τους Εσσηνίους εθεωρείτο ως μέγας μολυσμός. Κτύποι ηκούσθησαν εις την πύλην του φρουρίου.

Αφού δε ηγκυροβόλησε και διηυθέτησαν οι ναύται τάρμενα, τότε ο καπετάν-Φώκας, βρεγμένος, μισοπαγωμένος, από δύο θηρία νικημένος, από την θάλασσαν και από τον θυμόν του, κατήλθε και εκλείσθη κάτω εις την πρύμνην, κλαίων σχεδόν, αποπνιγόμενος μέσα εις τον καπνόν των τσιγάρων, τα οποία κατέδακνε, δεν εκάπνιζε, θολός τον νουν και θολός την καρδίαν από τ' αναθέματα και τας κατάρας.

Τέλος πάντων, εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν