Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Σεπτεμβρίου 2025


Κάματε πολύ κακά ναρθήτε. ΛΕΛΑΤο ξέρω. Το καταλαβαίνω. ΦΛΕΡΗΣΑφού το ξέρετε και το καταλαβαίνετε έπρεπε να μην κάμετε αυτό που κάματε. Ξέρετε πολύ καλά το λόγο. ΛΕΛΑΠίστευα πως θα μ' ακούγατε, πριν με μεταχειρισθήτε έτσι. Υπόθεσα πως θα περιμένατε να μάθετε πρώτα . . . ΦΛΕΡΗΣΔεν έχω να μάθω τίποτε.

Το βρήκα όλως διόλου φυσικό πως δεν μπορούσα να την κρατήσω στη ζωή εγώ μόνος. Έσκυψα τα κεφάλι κ' έκλαψα, έκλαψα πρώτη φορά για με τον ίδιον και για τη ζωή μου. Και δεν περίμενα τίποτες, δεν πίστευα τίποτες άλλο παρά πως θα περνούσαν τώρα ήσυχες κι ανίλεες οι μέρες ως τη στιγμή που έμελλε ναρθή. Και τέλος ο θάνατος θα ξέσκιζε όλα, για όσα έζησα.

Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

Όταν γύριζα εδώ μέσα και συλλογιζόμουνα πως θα πέθαινα και θα πήγαινα κοντά στο Σβεν και το συλλογιζόμουν αυτό έτσι, ώστε να νομίζω πως μου έφευγες και συ κι όλα μου φεύγανε κ' η γις έμενε άδεια κ' έρημηείχα τόσον τρόμο, τόσο φοβερόν τρόμο. Γιατί πίστευα πως θαρχόμουνα στην ανάγκη να το κάμω μόνη μου. Αυτό είτανε το χειρότερο απ' όλα. Μα τώρα ξέρω πως δε θα χρειαστή να το κάμω ποτέ.

Και η τοκογλύφος έγνεθε και τα περιστέρια γουργούριζαν και οι κότες τσιμπούσαν τις μύγες που κάθονταν επάνω στη ροδαλή κοιλιά από τα γουρουνάκια ξαπλωμένα στον ήλιο: ο κόσμος όλος ήταν ήρεμος. Εκείνος μόνο αγωνιούσε. «Α, ώστε δεν το ήξερες; Πίστευα πως ένα μέρος από τα χρήματα το κράτησαν οι κυράδες σου για να σε πληρώσουν.

Τόσο μόνο εννοώ, πως αυτόν το χειμώνα, που σε κάθε ανάμνηση που μου άφησε ούτε θέλω ούτε μπορώ να γυρίσω, η ευτυχία μου είτανε στο πως βρήκα στο τέλος κάτι, που θα βοηθούσε, όπως πίστευα, στη σωτηρία της γυναίκας μου. Τι ευτυχία είταν εκείνη!

Έβγαλε το σκούφο του όπως κάνει ο μετανοών. «Ντόνα Νοέμι, συγχωρείστε με! Πίστευα ότι έκανα το καλό… σκεφτόμουν: όταν δεν θα υπάρχω εγώ, εκείνες θα έχουν τουλάχιστον κάποιον να τις υποστηρίζει….» «Εσύ; Εσύ; Εσύ δεν είσαι παρά ένας υπηρέτης! Δεν μας το συγχωρείς που είμαστε από αρχοντική γενιά και θέλεις να μας δεις να ζητιανεύουμε με το δισάκι σου.

Ομέρπασα Βριόνη, Μα τώνας είναι του Θεού ο φοβερός προφήτης, Αν έλειπαν τα σίδερααυτό ταγριοπούλι, Θα πίστευα πώς είσαι συ, κατάδικος και φταίστης... Τόσο σε βλέπω ανόρεχτον! .. Εχτέςτη Χαλκομμάτα Δε σου πονούσεν η καρδιά να βλέπης τάλογό σου Κουφάρια να ποδοπατή, 'ς το αίμα να βαλτόνη Και τώρα σαν κ' εμούδιασες! — Βεζήρη, οι αρβανίταις, Εχθρούς δεμένους δε κτυπούν.

Εγώ πίστευα όσα ήκουα· αλλά συνάμα μου ερχότανε η απορία, τι ευχαρίστηση είχεν ο δαίμονας και με τόση επιμονή ήθελε να κατοικά στην κοιλιά ενός ανθρώπου, σένα μέρος τόσο στενόχωρο κεπί τέλους όχι καθαρό. Αν τουλάχιστον ο άρρωστος ήτο κανένα ώμορφο κορίτσι, θα τώνιωθα. Δεν έφτανα όμως σε κανένα συμπέρασμα απιστίας.

Έσκυψα κ' έβρεξα με νερό τη γλώσσα και τα χείλη της και κοίταξα το πρόσωπό της όσο που θολώσανε τα μάτια μου και δεν έβλεπα τίποτε πια! Ωστόσο πίστευα πως είμαι κοντά της κι αν της έμενε μια ανάμνηση, πουάφταστη σε μένα, χωρισμένη απ' όλα όσα ονομάζουμε θνητή ύπαρξηγυρνούσε γύρω στην ίδια της ζωή, ήξερα πως είμουνα και γω εκεί μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν