United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.

Αλλ' ουδείς ετόλμα να έμβη εις πλοιάριον, και να τρέξη προς σωτηρίαν των κινδυνευόντων. Η ορμή και τα κύματα του ποταμού ήσαν τρομερά, και μέγας ο κίνδυνος του πλοιαρίου, το οποίον ήθελε τολμήσει να πλησιάση τον ήδη κλονιζόμενον και κινδυνεύοντα θόλον. Εις μάτην πλούσιος κάτοικος της Βερόνης επροκήρυξεν αμέσως βραβείον εκατόν φλωρίων εις όντινα ήθελε σώσει την κινδυνεύουσαν οικογένειαν.

Και, αγαπητέ μου! μήπως μέσα μου ο πόθος μου προς απαλλαγήν καταστάσεως δεν είναι μία ανήσυχη ορμή που θα με καταδιώκη παντού; 28 Αυγούστου. Αλήθεια, αν η αρρώστεια μου μπορούσε να γιατρευτή, οι άνθρωποι αυτοί θα με γιάτρευαν. Σήμερα είναι η μέρα των γενθλίων μου· και πολύ νωρίς έλαβα ένα δεματάκι από τον Αλβέρτο.

Κ' εκείνο κρύο, ασυγκίνητο εσώριαζε με τη φλύαρη γλωσσά του ακατάπαυστα πένθος και θλίψι περίγυρα. Ωνόμαζε πνιγμούς, εμετρούσε σκληρούς θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, ονείρων σβύσιμο, εσυνέπαιρνε χαρές κ' ελπίδες με την ορμή αγρίου και καταστρεφτικού δρόλαπα.

Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ' εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας. — Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο.

Διεκοίνωσα τον σκοπόν μου εις την μητέρα μου, ήτις επροσπάθησε παντοίοις τρόποις να με αποτρέψη, φοβουμένη μη κακοπάθω. Αλλ' η απόφασίς μου ήτο ακλόνητος. Έβλεπα τους κινδύνους, επειθόμην ότι ήτο παράτολμον το επιχείρημα, αλλ' ακατάσχετος τις ορμή με ώθει προς εκτέλεσίν του και δεν ήκουα τους λόγους της μητρός μου.

Τα μέτρα είταν καθαυτό γνωστικά, είταν το νερό της βροχής. Μα ο απότομός του τρόπος, καθώς κι ο θυμός του εκείνος, καθώς θα δούμε, όρια δεν είχε, μοιάζανε μπόρα μονάχη. Κ' έτοιμοι πάντα οι Αυλικοί του ναποδεχτούν την ορμή της και να τηνέ χύσουνε σαν αγριεμένα ποτάμια μέσα στον κακόμοιρο το λαό. Είναι θλιβερά τα δυο μεγάλα δυστυχήματα που προξένησε ο ανοικονόμητος ο θυμός του.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται. «Τι θέλουν είπαξαναλέει με ορμή ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.» «Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα! δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός», ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός