Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Βεβαια, πάντοτε με το όπλον!. . Κ' εν τη ακρατήτω ορμή του θυμού του ο Χειμάρρας απέτεινε την απότομον εκείνην ερώτησιν περί της πατρίδος του εις τον ενωμοτάρχην. . . Αλλά τόρα δεν αντέλεγε· κάμνει και η κουρούνα θαύματα — γίνονται κ' οι καμπίσοι παλληκάρια!. . . Και έκυψε την κεφαλήν ο γέρων προ του νεοφανούς κ' εβυθίσθη εις σκέψεις.
Μετ' ολίγον φως άλλο κατακόκκινον αστράψαν όπισθέν μας με κατετάραξεν, άπειρον της θαλάσσης, φοβηθέντα σύγκρουσιν προς ατμόπλοιον, αλλ' ήτο η σελήνη ήτις λειψίφωτος, την αυγήν ανατείλασα ως πεπυρακτωμένον κλαδευτήριον εφώτισε την σκούναν ημίπνικτον και το πέλαγος ηγριωμένον, του οποίου τα κύματα ελάμβανον φωνήν, θαρρείς, εν τη βιαία του ανέμου ορμή κ' εβλασφήμουν και έβριζον.
Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα σωρούς να κρέμονται τα σκέλεθρα κάτασπρα, ετοιμόρροπα, πομπή και γάνα όλων των παλαβών εκείνων που εστηρίχθηκαν στης φαντασίας την ορμή και όχι στου νεύρου τη δύναμι και της σάρκας την αλύγιστη επιρροή.
Και σιγά σιγά η θύμηση αυτή ξυπνούσε μέσα τους και γινόταν γλυκύτατη ελπίδα και φαντασία ζωηρή. Αυτή η ελπίδα κ' η φαντασία τους σήκωσε στο πόδι στα 1821. Να ορμήσουν κατεπάνω στον Τούρκο και να του ξαναπάρουν την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, και να τον διώξουν τον άπιστο από την Ανατολή ολότελα. Καθώς βλέπετε, είχε, και κάτι τι χριστιανικό και σταυροφορικό η ορμή αυτή.
Πούναι κι' η ορμή μου; πού και το κορμί μου; έλυωσε κι' εσάπη... όλοι σπρώχνετέ με, όλοι διώχνετέ με σαν σκυλί χασάπη. Σκελετοί τα μέλη, κι' έγιναν τα σκέλη δυο κοκκαλομόλυβα... δώστε μου ταμπάκο, σκάψετέ μου λάκκο, βράσετέ μου κόλλυβα.
Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πίει αρκετά, αναλόγως, ωμιλούσε μέσα στον ύπνον του, ή μάλλον παραμιλούσε. Το μωρόν δεν εδέχθη την ρανίδα του ρευστού εις το στόμα, αλλά την ελάκτισε με την γλωσσίτσαν του, εν τη ορμή του βηχός, όστις είχεν αυξήσει λίαν αλγεινώς. — Σκασμός! . . . είπε πάλιν ο Κωνσταντής, ο πατήρ του βρέφους μέσα στον ύπνο του.
Σαν είδε πια που εχώνεψε αγνάντια σταγκωνάρι, βάρεσε τη γροθιά του μ' ορμή στην πόρτα πίσω· μανιασμένος, άγριος τη βλαστήμησε, — σα νάχε ψυχή αφτή, κ' ένιωθε τον πικρόν καημό του· — Αχ! αντρογυνοχωρίστρα! Κ' εμπήκε καταλυπημένος στο δωμάτιο. Αποτότε κ' ύστερα τη βαριά σιδεροκάρφωτην πόρτα του Ένα , τη λέγαμ' Αντρογυνοχωρίστρα . Πώς της άξιζε, αλήθεια, τόνομα! Χ Ι Ο Ν Ο
Η δε Ανδριάνα με την μίαν χείρα επί της ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο ν' αρθρώση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη•― Φύγετε, κρυφθήτε! Ευρέθημεν όλοι δια μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας. Πού επηγαίνομεν ; Τι ηθέλομεν; Έμφυτός τις ορμή διηύθυνε τα διαβήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους Τούρκους.
«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω, έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα• 410 ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα. και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει 'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω. και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη 415 επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη. και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω, φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία, και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, 420 ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας, 'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη. ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης».
Έπρεπε να σμίξουνε δυο τέτοια αμέρωτα στοιχεία για να σταματήσουν την ορμή της «κοινής γνώμης», κι άλλο δεν είταν παρά κοινή γνώμη το ιπποδρόμιο της Πόλης τους καιρούς εκείνους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν