Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Η πρώτη μου αμέσως σκέψις ήτο ότι η παρουσία σας ίσως συντελέση εις το να φέρη τροπήν ευχάριστον εις την κατάστασιν της θυγατρός μου. Ατυχώς η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν εις την αδελφήν μου η ομοιότης του Κυρίου Μαιμά με τον δυστυχή εκείνον νέον... Ο γέρων εσιώπησε. — Λυπούμαι κατάκαρδα, υπέλαβα διά την ατυχή σύμπτωσιν.

Ο Βινίκιος εσιώπησε και απεκαλύφθη, διότι του εφαίνετο ότι ο μικρός πίλος, τον οποίον έφερεν επί της κεφαλής, τον επίεζεν ως να ήτο εκ μολύβδου. Αλλ' ο εκατόνταρχος τον επλησίασε και του είπε χαμηλοφώνως: — Μη φοβήσαι, άρχον. Οι δεσμοφύλακες και ο Ούρσος είνε πλησίον της. Τούτο λέγων έκυψε και με το μακρόν γαλατικόν ξίφος του εχάραξε ταχέως επί πέτρας το σχήμα ιχθύος.

Το Τελώνιον κρατώντας πάντοτε το σπαθί γυμνόν έλαβεν ολίγην υπομονήν έως που ο δυστυχής πραγματευτής να τελειώση τους θρήνους του, και λέγει του· όλα αυτά τα θλιβερά λόγια σου δεν αξίζουν τίποτε, εσύ εσκότωσες τον υιόν μου, πρέπει εγώ να σε σκοτώσω, έτσι απεφάσισα... Τελειώνοντας τούτους τους λόγους η Χαλιμά και ηξεύροντας ότι ο βασιλεύς συνηθίζει να σηκώνεται ενωρίς να προσκυνήση και ύστερα να υπάγη εις το συμβούλιόν του εσιώπησε.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Έφθασα »'Σ του Μέτσοβου τη ράχη, » Κοντάτο γλυκοχάραγμα, » Που ο πετρίτης 'βγαίνει.» « Κ' εκεί με του Αβδή-πασσά » Τ' ασκέρια πολεμάω. » Τα καταστρέφω. Έφυγα «'Σ το 'Νάπλι κατεβαίνω. » Και από αρχιστράτηγος » Στρατάρχης ανεβαίνω. » Εκεί 'πεθνήσκω. Τούρκους πλειό » Δεν 'μπόρεσα να φάω.» Ο Γρίβας εσιώπησε.

Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν, ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και παράπονα.

Χαριεστάτη ήτο και η Χριστίνα με το άσπρον της φόρεμα χωρίς μέσην ή, ως το έλεγεν, peignoir, επί του οποίου εχύνετο έως το γόνατον η λυτή κόμη της ως πλημμύρα μαύρου ποταμού. Εκύτταξε την θάλασσαν ψιθυρίζουσα την τότε του συρμού καβατίναν «Ερνάνη, Ερνάνη, κλέψε με», όταν αίφνης εσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τα ώτα εις το άσμα αηδόνος αντηχήσαν από τον γειτονικόν κήπον.

Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» Ο ΜπάρμπαΚαληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή.

Όταν εισήλθον, εσιώπησε και με υπεδέχθη μετά λεπτοτάτης χάριτος. Ομίλει χαμηλοφώνως και εις την στάσιν της διέκρινέ τις το ωχρόν και φευγαλέον. Διέκρινα ίχνη θλίψεως εις το πρόσωπόν της, το οποίον με όλην την άκραν ωχρότητά του, δεν εστερείτο κάλλους. Έφερε βαρύ πένθος και όψις της μου ενέπνευσεν αίσθημα σεβασμού και ενδιαφέροντος αναμίκτου με θαυμασμόν.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν