United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δις ή τρις ήδη εν τοις προλαβούσι κεφαλαίοις ο Τρέκλας ηκούσθη παραπονούμενος ότι η σύζυγός του τον είχεν εγκαταλίπει. Το μυστικόν τούτο μόνον εις τον Χόμο ηδύνατο να εμπιστευθή. Αλλ' όμως εβάρυνε την καρδίαν του, και ήτο δι' αυτόν ως εφιάλτης.

Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων, με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου. — Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου;

Ταις φωτιαίς, ταις αρμάδαις και τους καβαλλαρέους οπού ήλθαν! — Εγώ; Σοι είπα εγώ να τα διηγηθής αυτά εις τον αφέντη σου; — Αμμή τι; — Έχεις λάθος. — Μη τα έχασες; — Ο ένας από τους δυο. — Τι λες εκεί; — Σου είπα εγώ να διηγηθής εις τον αφέντη σου τέτοια πράγματα; — Τι άλλο; — Εγώ σου είπα μόνον να του πης ότι τον ζητώ. — Έτσι ε; — Τα άλλα αυτά τα είπαμεν μεταξύ μας, είπεν ο Τρέκλας.

Και να του πης τι; είπεν ο Θευδάς, εξαφθείσης της περιεργείας αυτού. — Να του πω τα συμβάντα, είπεν ο Τρέκλας. — Και ποια είνε τέλος πάντων αυτά τα συμβάντα, διάβολε! έκραξεν ανυπομονήσας ο Θευδάς. — Πολλά και σπουδαία. Έχε υπομονήν, είπε μετά της αυτής σοβαρότητος ο Τρέκλας. Πρώτον φωτιά άναψεν εις το μοναστήρι. — Φωτιά; και τι έχει να κάμη ο αφέντης μου;

Ειμπορεί να έφθασε το μαντάτον πρωτήτερα από εμέ, αν και εγώ εστάλθηκα διά να το φέρω. — Να μου φέρης εμέ μαντάτο; — Όχι εις εσέ, εις τον αυθέντην σου. — Εις τον αυθέντην μου; — Ναι. Πού είνε τος; Ο Θευδάς έδειξε την κλειστήν θύραν του άντρου. — Είνε εκεί μέσα; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Ναι. — Και τι κάμνει; Ο Θευδάς εκίνησε τους ώμους. — Νόστιμο. Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν ο Θευδάς.

Βέβαια. — Τότε περίμενε να έβγη έξω απ' εκεί. — Και πότε θα έβγη; — Όποτε θέλη. — Την πάθαμε, είπε μετά κωμικής χειρονομίας ο Τρέκλας. — Υπομονή. — Μα είσαι ψεύτης τέλος πάντων. Δεν το πίστευα να λες τέτοια ψέμματα. — Αφού ειμπορείς να του τα πης ο ίδιος του αφέντη μου... — Διατί δεν έχεις υπομονήν; — Έτσι; — Αλλά με βιάζεις να του πω εγώ αυτά οπού συνέβησαν; — Ποία;

Μη μ' εμπαίζης, είπεν οργισθείς ο ξένος. Το βλέπεις αυτό; Και ήστραψεν εις το σκότος η λεπίς του εγχειριδίου. — Δεν σε είδα, αφέντη, είπε τρέμων ο Τρέκλας. Τώρα ήλθα. Φταίγω εγώ; εκοιμώμουν και δεν σε είδα. — Θα ομιλήσης σωστά; είπεν ο ξένος. Θα σε τρυπήσω τώρα μ' αυτό. — Ω, αφέντη, ξεύρω κεγώ; Διατί μ' ερωτάς; Τι θέλεις από εμέ; Δεν έχω χρήματα. — Δεν θέλω εγώ χρήματα. Μ' επήρες διά κλέπτην;

Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του.

Δεν θα την ξαναείδες από την πρώτην φοράν. — Προτού να την ιδώ δεν την είχα ιδεί, είπεν ο Τρέκλας. — Και δεν την βλέπεις, όταν πηγαίνης μέσα εις το μοναστήρι; — Βέβαια, δεν την βλέπω. — Αλλά δεν έμαθες τίποτε δι' αυτήν; — Δεν έμαθα. Αν και του Τρέκλα αι απαντήσεις είχον διφορουμένην έννοιαν, ουχ ήττον ο ξένος επέμενεν εις τας ερωτήσεις του.

Αλλ' ημείς προς συμπλήρωσιν οφείλομεν να είπωμεν ότι ο Τρέκλας, άναλκις και θρασύδειλος ων, ενέδωκεν εις το πρώτον κίνημα της μανιώδους μνησικακίας, και ήρπασεν από του λαιμού τον εχθρόν του, ον καταχθόνιός τις Νέμεσις εφαίνετο παραπέμπουσα προς αυτόν, καθ' ην στιγμήν δεν τον περιέμενεν.