Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Θυμήθηκε τους παλιούς καιρούς που τα δουλικά στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν· που ευχαριστιώνταν σε ό,τι τους έδινες κ' έλεγαν σπολλάτη. Κ' είπε αποδώ κι ομπρός θα προτιμήση να κάνη τις δουλειές μοναχή της· δεν υποφέρεται!... Η γριά όμως που συντρόφευε την Ασημίνα, την καταπράυνε. Δεν άξιζε δα να δίνη και μεγάλη προσοχή στα λόγια του κοριτσιού!

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα θρησκευτικά στον καιρό τον Θεοδοσίου και της Πουλχερίας Πρι να πάμε ομπρός, ας κοιτάξουμε πάλι τα θρησκευτικά ζητήματα των πρώτων πενήντα χρόνων του πέμτου αιώνα, ζητήματα ατέλειωτα, ακοίμητα, εθνικά. Αφορμή ζητούσε ο ρωμαίικος ο νους για να συζητάη, να ξεδιαλύνη, να κόβη και να ράβη, κι απάνω σε πράματα θεμελιωμένα σ' απλή πίστη να στήνη φιλοσοφικές αρμήνειες.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Πηγή. Ο δε Σαϊτονικολής, ακούσας τον θόρυβον, εστράφη και του εφώναξε:. — Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου, να μη βγάλης τα μάτια σου! Και έτρεξε διά να φθάση τον Θωμάν, του οποίου ο όνος, εκταραχθείς από τον θόρυβον, ετάχυνε το βήμα. Η άτοπος φράσις του Σαϊτονικολή επηύξησε την ταραχήν του Μανώλη.

Και καθώς διάβαινε από την πύλη της Πόλης, παρουσιάζεται κάποιος ομπρός του, αρπάζει τα χαλινάρια του βασιλικού του άλογου, και φωνάζει «Δικαιοσύνη!». Ο Βασιλέας, και πριν αναγνωρίση τον Αθανάσιο, μα και κατόπι, φάνηκε πολύ χολιασμένος με τέτοια τόλμη.

Κι' όταν έφτασε στου θεϊκού Δυσσέα το τρεχαντήρι, οπούκαναν τις συντυχιές και δίκες κι' οπούχανε και τους βωμούς χτισμένα των θεώνε, να! άξαφνα ομπρός του ο Βρύπυλος, του Βαίμου θεοπαίδι, από τη μάχη, στο μερί σαϊτολαβωμένος, 810 προβάλλει εκεί κουτσαίνοντας, και κρύος τούτρεχ' ίδρος κάτου οχ τα ραχοκέφαλα, κι' απ' τη βαθιά πληγή του ανάβρυζε αίμας μελανό, μα ο νους του βάσταε ακόμα.

Ή λέω τα γκέμια τούπεσαν, ή στρίβοντας την άκρη 465 δεν τούβγε πέρα π' αχαμνά κρατούσε το ζεβγάρι. Χάμου θενάρθε εκεί θαρρώ και θάσπασε τ' αμάξι, κι' έτσι το δρόμο τ' άλογα θα πήραν αγριεμένα. Μα σηκωθείτε ομπρός κι' εσείς να δείτε· τι πιος είναι δεν ξεχωρίζω εγώ καλά. Σα να θαρρώ όμως, πρώτος 470 ζυγώνει του Τυδέα ο γιος, ο θαρρετός Διομήδης472

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Μα να! πλακώνει με τρανή σαν πύργο ασπίδα ο Αίας, κι' ο Έχτορας κωλώνει εφτύς ως στο σωρό των Τρώων. 129 Τότες σκεπάζει το νεκρό με την πλατιά του ασπίδα 132 και στέκει ο Αίας μ' ανοιχτά τα γιγαντένια σκέλια, σα λιονταρού που, ενώ περνά το δάσος με μικρά της, άξαφνα βρίσκει παγανιά στο δρόμο της, και στέκει 135 στα κουταβάκια ομπρός αντριά γιομάτη, κι' όλο κάτου τραβάει το φρυδοτόμαρο σκεπάζοντας τα μάτια· έτσι κι' ο Αίας στάθηκε μπροστά στο σκοτωμένο. 137

Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος, μηδέ κατέχει μια σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω, πώς θαν του πολεμά άβλαβο τα' ασκέρι στα καράβιαΕίπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου, 345 και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αφτοί γυρνούσαν πίσω στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε.

Πήδηξε τότε ο φοβερός γιος του Πριάμου μέσα μ' όψη άγρια σα γοργής Νυχτόςκαι ξάστραφτε απ' το σκιάχτη χαλκό που φόραε στο κορμίβαστώντας διο κοντάρια μέσα στις χούφτες του. Κανείς, νάθε προβάλει ομπρός του, 465 δεν τον σταμάταε εξόν θεός την ώρα που πηδούσε μες στη μπασιά, και λες φωτιές τα μάτια του πετούσαν.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν