United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, και του τ' άγγιξε τα σπλάχνα μες στα στήθια, και ξεκινάει απ' τα πλοία ομπρός να πάει στον Αχιλέα 805 τρεχάτος.

Κι' ο Φοίβος πάει ως στων στρατών και χώνεται την πύκνα, κι' άσκημη ρήχνει ταραχή στων Αχαιών τους λόχους, μα δόξα δίνει κι' αφοβιά στον Έχτορα στους Τρώες, 730 κι' άξαφνα γύρισαν γραμμή τους Αχαιούς να φάνε, 552 μ' ομπρός ομπρός τον Έχτορα, το φοβερό λιοντάρι. Αφτός καθ' άλλον άφινε οχτρό και δε βαρούσε, 731 κι' ίσια στον Πάτροκλο όρμησε.

Τότ' άξαφνα πήγε στ' αφτιά του ο ήχος, κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια 140 «Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία, με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο

Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια 155 ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες και τρεις φορές οι Αίιδες, ψημένοι μαχητάδες, τόνε βαρούνε απ' το νεκρό.

Ψέμματα θαρρείς πως σου το λέω; Σα δε μου πιστεύγεις να ρωτήξης και τη μάνα μου ... Ο Τερερές φοβερίζει πως θα με δέση. — Σώπα, λέω, διάολε, σώπα! ανεφώνησεν ο Στρατής με παραφοράν. Ομπρός σε γυναίκες δε λένε τέτοια πράμματα. Το βλέμμα του Μανώλη εστρέφετο από του Στρατή εις την Πηγήν με απελπιστικήν απορίαν. Κάτι επεχείρησε και πάλιν να είπη, αλλ' ο Στρατής δεν του έδωκε καιρόν.

Μα απ' τους θεούς ως τώρα κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του, που να διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα 375 τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος, παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένοςΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Και 'μεις τόσο συμφωνούσαμε στην ιδέα του δασκάλου μας, ώστε μόνο το σύνθημα περιμέναμε για να μην αφήσωμε τούρκικο κεφάλι γερό. Ο Χόντζας όμως υποχώρησε αμέσως· κιόταν ήρθε κοντά δικαιολογήθηκε: — Βαλλαΐ, κύριε δάσκαλε, δεν τώκαμα αξαργιτού, μόνο δεν το 'κάτεχα πως ήστε χαμηλότερα. Το σωστό βέβια είνε να πάτε του λόγου σας πλειο ομπρός, γιατί και περισσότεροι στε, κείνε δα κιο παχιάς χριστιανός.

Εκεί όμως που τραβούσε ο Τριβιγίλδος κατά την Παμφυλία, αναπάντεχος εχτρός τον ανταμώνει ο χτηματίας ο Βαλεντίνος, που με μερικούς ντόπιους έπιασε τα στενά και με Κολοκοτρώνικη μαστοριά τους μάγκωσε τους Οστρογότθους μέσα σανεξέμπλεγη παγίδα. Γκρεμνοί στα πλάγια, και βάλτοι ομπρός και πίσω. Χαλάζι έπεφταν τα λιθάρια και κατρακυλούσαν οι βράχοι καταπάνω τους, και τους τσάκιζαν.

Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.

Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.