United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολομόναχος θα ήτον, αν δεν εβαστούσε στην αγκαλιά του μία μικρή κορασίδα. — Τον είδες από σιμά; — Όπως σας βλέπω, αφέντη. — Εκείνος σε είδε; — Θα με είδε. — Και δεν του ωμίλησες; — Εφοβήθηκα, αφέντη. — Τι εφοβήθηκες; — Μου φάνηκε σαν έξω απ' εδώ, αφέντη. — Και έφυγεν απ' εκεί; — Έφυγε. — Τον είδες πού διευθύνετο; — Τον είδα. — Ώστε ειξεύρεις τώρα πού είνε; — Δεν ξέρω, αφέντη.

Αυτό απεσύρετο, καθ' ην στιγμήν ήδη η Καρολίνα εξήρχετο και είπε: «Λουδοβίκε, δος το χέρι σου εις τον εξάδελφον». Το έκαμε με πολλήν ελευθερίαν και δεν ηδυνήθην, μολονότι η μικρή του μύτη ήτο γεμάτη μύξες, να μη το φιλήσω με όλην μου την καρδίαν. — Εξάδελφος είπα, ενώ της έδιδα το χέρι· πιστεύετε ότι είμαι άξιος της ευτυχίας να είμαι συγγενής σας — Ω, είπε με ελαφρόν μειδίαμα, η συγγένειά μας είναι πολύ εκτεταμένη, και θα ελυπούμην αν θα είσθε ο πλέον μακρινός συγγενής μας.

Αν ίσως κάνης συ αυτά οπού εγώ σου λέω, θάχης τα στήθηα δυνατά, το χρώμα σου ωραίο, θάχης τον ώμο σου μακρύ, θάχης τη γλωσσά σου μικρή, θάχης πλατειά τα πισινά θάχης κοντά τα μπροστινά. Το κάθ' αισχρό, καλό πως είναι θα σε πείση, και το καλό, πως είν' αισχρό θάχης νομίση, και εις το τέλος θα γεμίσης κι' από κείνη του Αντιμάχου του αισχρού την πουστοσύνη.

Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.

Οι επιβάτες, και δεν είταν λίγοι, στοιβάχτηκαν στη μικρή ξύλινη γέφυρα της ακροθαλασσιάς, θάταν καμιά εξηνταριά, όλο και λεβεντόπαιδα, αμούστακα όλ' ακόμα, ξυραφισμένα, με καθαρές φουστανέλες, με κάτασπρες σκάλτσες, μ' ανήσυχα πρόσωπα και κάτι ματιές γεμάτες φλόγες.

Της φάνηκε τόσο παράξενο, σχεδόν σα να το γνώριζε από πριν πως θα περίμενε κει κι όλη την ώρα τα μάτια της δε φεύγανε από τη μικρή μορφή, που καθότανε στον μπάγκο της αποβάθρας με σκυφτό κεφάλι κι ώμους, σα να συλλογιζότανε.

Για κάθε πράμα θα σου μιλήσουνε, για γλώσσα, για ποίηση, για ρομάντζα, για φιλολογία· μόνο Ακαδημία δε βάνουνε στο νου τους, κ' ίσια ίσια για τούτο παίρνει δρόμο λίγο λίγο η μικρή Ακαδημία του Κασδόνη. Δημοτική, εθνική Ακαδημία! Άμα φανερωθή, δίχως να είναι και Παναγιά, θα γιατρέψη πια και τους δασκάλους. Να μην είταν οι παππάδες, τι θα γίνουμουν και γω δεν τοξέρω.

Μέσα στο περιαύλι είνε τα κελλιά, η αποθήκες κ' η στέρνα του, και καταμεσής η εκκλησιά, μικρή σταυρωτή εκκλησιά, χτισμένη απάνου σε μεγάλα θεμέλια παλιού ελληνικού ιερού, μ' ώμορφες ζωγραφιές μέσα και με ψηλήν τούρλα, οπού πηδάει απάνω από τη στέγη κι οπόχει κακότεχνα χαραγμένα στο κουρασάνι της τα γράμματα &τ ο γ'&, επιγραφή ίσως του καιρού που χτίστηκε.

Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του. Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε.

Άκουσε μια ιστορία που είνε μικρή και μοιάζει με της μεγάλες. Στο Κένσιγκτον Παρκ, φουντωμένο κι' ανθισμένο, καθώς καθόμουν μονάχος μιλώντας μ' ένα δέντρο για το λάθος της ύπαρξής μου, πέρασαν δυο γρηές αδερφές.