Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Κάτω από το τραπέζι στέκανε δυο ξύλινα άλογα το ένα με τη χήτη μαδημένη, και μπρος στο τραπέζι είτανε μια μικρή, χαμηλή ξύλινη καρεκλίτσα, που την είχαμε χαρισμένη του Σβεν και κείνος την έπερνε μέσα στις κάμαρες όταν είτανε πολύ χαρούμενος κ' ήθελε να βάλη τη μαμά να του πη παραμύθια.
Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το συντριβάνι, τις πορτοκαλλιές — ως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρια αμέσως. Ουρανός Απριλιάτικος. Έτρεχαν από δω κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη. Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.
— Αν δεν την πάρω μάνα μου, γλήγορα θα με κλάψης ................................................. — Για σου χαρά σου. Γεώργενα. — Καλώς την την Γιαννούλα. — Γιώργενα, την Αναστασιά, την ακριβή σου κόρη, 'Στόν ζηλεμμένον Μήτρο μου δε μου την δίνεις νύφη; — Από μικρή, Γιαννούλα μου. την έχω αλλού ταμμένη. — Ο γυιός μου την αγάπησε.
Να, το σφίξιμο του χεριού της Νοέμι του θύμιζε το σφίξιμο του Τζατσίντο, εκεί μες στη μικρή αυλή του Νούορο, και το μυστικό που εμπόδιζε τη γυναίκα να δεχτεί την πρόταση του ντον Πρέντου. «Ο ντον Πρέντου, για παράδειγμα», είπε σχεδόν άθελα και πρόσθεσε κοιτάζοντας τη νεαρή κυρά του, «μήπως δεν είναι πλούσιος και δυστυχισμένος;»
Αν δε ίσως την βασανίζη ενίοτε με μικρή ζηλοτυπία, τούτο δεν το εξετάζω· εγώ τουλάχιστον αν ήμουν εις την θέσιν του, δεν θα έμενα ασφαλής απ' αυτόν τον διάβολο. Ας είναι κ' έτσι! η ευχαρίστησίς μου να είμαι πλησίον της Καρολίνας πάει.
Μεγάλη παρηγοριά το κορίτσι, μα η πίκρα πάντα πίκρα, που παντρειά δε χάρηκε και φαμηλικές χαρές δεν απόλαψε· και που αντίς το σπιτικό του νανοίγη κάθε Λαμπρή και να τον αποδέχεται, έμενε νοικιασμένο σε ξένους, και τη μικρή του, που για χάρη της ξενιτεύουνταν τώρα, την έβρισκε κάθε τόσο και την αγκάλιαζε στης αδερφής του το σπίτι· καλής αδερφής, μα παντρεμένης κι αυτής, με ξέχωρη φαμελιά, ξέχωρα συμφέροντα, ξέχωρες ελπίδες.
Μόλις έπαθες μια μικρή ζημία και κάθεσαι και συλλογιέσαι. Και πού νακούσης τι δυστυχίαις μεγαλείτερες μας περιμένουν.
Μα περσότερο του άρεσε να μένη ψηλά στο βράχο, στη βίγλα των πιλότων, και παρακαλούσε τη μαμά, που καθότανε κει με την εργασία της, να του διηγιέται ό,τι γνώριζε για τη θάλασσα. Είτανε κάτι περσότερο από ευτυχισμένος όταν έτρεχε με γυμνά πόδια στους βράχους και μάζευε απάνω τα μικρά του πανταλόνια και σκαρφάλωνε τόσο προσεχτικά με τα λεπτά του πόδια, σα μικρή βασιλοπούλα.
ΒΕΡΑΛΔΟΣ Ποιος είνε ο λόγος, αδελφέ μου, που, ενώ έχεις περιουσία και δεν έχεις άλλα παιδιά παρά μόνο μια κόρη — τη μικρή δεν τη λογαριάζω — ποιος είνε ο λόγος που σκέπτεσαι να τη βάλης σε μοναστήρι; ΑΡΓΓΑΝ Ποιος είνε ο λόγος, αδελφέ μου, που είμαι ο κύριος της οικογενείας μου για να κάνω ό,τι κρίνω σωστό;
Βγήκαν στη μικρή αυλή, κάθισαν στο σκαλοπάτι και ο Τζατσίντο έκλεισε την πορτούλα πίσω του, σαν να ήθελε να εμποδίσει το φως και τη φωτιά να ακούσουν. Ο Έφις έψαχνε τις λέξεις για να βγάλει από μέσα από την καρδιά του το θλιβερό μυστικό. Α, του φαινόταν τόσο μεγάλο και βαρύ που δεν μπορούσε να το εξωτερικεύσει όλο: κομμάτι κομμάτι, ίσως, ναι, ματώνοντας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν