Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Δε σου φαίνεται ότι η αριστοκρατία των αξιωμάτων αρχίζει από την κουζίνα του καραβιού;... Αυτό το στρογγυλό καζάνι με τη μεγάλη κόκκινη κοιλιά, με την καλόκαρδη κουτή όψη, αποτελεί το άπαντο του στομαχιού σε μας τους ναύτες... Πάμε τώρα και στην κουζίνα των αξιωματικών να δεις.. Ορίστε: Αυτή η μικρή χύτρα γανωμένη και γιαλισμένη της ώρας, με το σχήμα σαν αυγό, με τα δυο της χερούλια, με τη φωτιά σιγανή και μέτριη από κάτω, αντιπροσωπεύει το στομάχι των αξιωματικών μας.

Να προσέχης! αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή. Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος!. . .» Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως που βράδιασε.

Αλλά μία μικρή προπετής ξανθούλα περίπου έξ χρονών, είπεν: Αυτή όμως δεν είναι Καρολίνα· εμείς αγαπούμεν εσένα πιο πολύ. — Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά είχαν σκαλώσει ήδη εις το πίσω μέρος της αμάξης και με την παράκλησίν μου τους επέτρεψε να έλθουν μαζί μέχρι της αρχής του δάσους, αν υπόσχοντο ότι δεν θα κάμουν παιγνίδια, και ότι θα κρατούνται καλά.

Κεφάλαιο τέταρτο Μια μεγάλη φωτιά από αναμμένα σχίνα, όπως την είχε δει μικρή η Νοέμι, άναβε στην αυλή της Παναγίας του Ριμέντιο, φωτίζοντας τους μαυρισμένους τοίχους του ναού και των καλυβιών τριγύρω. Ένα αγόρι έπαιζε το ακορντεόν, αλλά οι πιστοί, που μόλις είχαν βγει από την παράκληση και προετοίμαζαν το δείπνο ή έτρωγαν ήδη μέσα στις καλύβες, δεν το αποφάσιζαν ν’ αρχίσουν το χορό.

Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω και να πλουτίσω το σπίτι μου.

Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλλοί που το κρατάει! θα τον τσαλαπατήση εκεί. Αλήθεια, τι καλά μου που δεν επήρα το μικρό και τάφησα στο σπίτι! ΓΟΡΓΩ Αι! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα, τάλογα πέρασαν εμπρός. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ανάσανα. Δεν ξέρεις πόσο φοβούμαι από μικρή τάλογο και το φίδι. Δεν πάμε γρηγορώτερα; θα μας στρημώξη ο κόσμος. ΓΡΑΥΣ Ναι, παιδιά μου. ΓΟΡΓΩ Είν' εύκολο να 'μπούμ' εκεί;

Αν είχαμεν ολίγην φωτιάν εις αυτόν εδώ τον αγριόκαμπον, θα ήτον ωσάν την καρδιάν ενός παραλυμένου γέρου: — μια μικρή σπίθα εις ένα μέρος και όλον το επίλοιπον σώμα παγωμένον. — Κύτταξε εκεί! Μια φωτιά περπατεί κ' έρχεται κοντά μας. ΕΔΓΑΡ Δαιμόνιον είναι αυτό που έρχεται! Το βλέπεις; Εβγαίνει έξω, αφού σημάνη ο εσπερινός, και περπατεί έως, να πρωτοκράξη ο πετεινός.

Αυτό το έλεγε πείραγμα του μπαμπά και λίγα πράματα ήξερε που να τον διασκεδάζαν τόσο. Μου φαίνεται πως τους βλέπω ακόμα εμπρός μου και τους δυο να περπατούν απάνω κάτω στο μακρύ δρόμο με τα γυμνά δένδρα το χειμώνα, όταν ο Σβεν φορούσε τη μικρή του γούνα, που είταν καμωμένη από μια παλιά της μαμάς και την καμάρωνε τόσο.

Τα τειχίσματα από του πελάγου το μέρος μικρή δουλειά δεν είταν, επειδή βράχους θεόρατους αναγκαστήκανε να ρίξουνε για να πιάσουν θεμέλια που ν' αντέχουνε σε ρέματα και σε φουρτούνες. Έχτισαν και μόλους απ' αυτή τη μεριά κ' έκαμαν τα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της Πρωτεύουσας, «Σοφιών» κ' «Ελευθερίου». Σύγκαιρα δούλευαν και μέσα στην Πόλη οι χτίστες.

Η κερά Φωτάκαινα με το ράψιμό της, ο Κυρ Φωτάκης με μιαν εικόνα που πολεμούσε να την αποτελειώση κι ας είτανε νύχταζούσανε δε ζούσανε μήτε τόξερα μήτε ήθελα να το ξέρω. Άλλες φορές ακούγουνταν κάποτες η λαλιά της μικρής, μα τη βραδινή εκείνη μήτε η μικρή δεν ακούγουνταν. Και γιατί θαρρείς τάχα πως δεν ακούγουνταν; Είταν αποπίσω μου αυτή, μέσα στην απάνω την κάμαρα κ' έπλεκε.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν