Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι' άκουσε ένα &μπλουμ&! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα». Ο παρεπίδημων ιατρός, κ.
Νάξερες πως κι' η πλιο μικρή Γλυκειά σταλαματιά του Μέσ' 'ς την καρδιά μου αρίφνητα Μου ξανανοιώνει μάγια. Νάξερες, ώμορφο βουνό. Τι πόθους μου ξανάφτει Κ' ένας ανθός σου ταπεινός Με τη μοσχοβολιά του. Νάξερες πως κι' η μυρουδιά Του χόρτου σου, του βάτου, Ονειροβότανου ακριβού Για εμένα μυρουδιά είναι!
Η μικρή της μπήκε ο Οξαποδώ μέσα της, τα υστερικά που τα λέτε εσείς οι γιατροί. Πάει και δαύτη. Κοντά σ' αυτές — θεός σχωρέσ' τις — πήγε άδικα και μιαν άλλη ψυχή. Εγώ την πήρα στο λαιμό μου. Εγώ ... ΜΙΣΤΡΑΣ — Πάει να πη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Καρτερούσε κι' αυτή η άμοιρη να παντρέψω τις αδερφάδες μου να τηνέ πάρω. Καρτέρεψε μια ζωή. Μαράζωσε κ' εκείνη και πάει. Αυτά που λες, εξοχώτατε.
Έλα εδώ εσύ μικρή!-είπε, γεμίζοντας τη σύριγγα μ’ αιθέρα-άνοιξε το ποκάμισο της Κεράς σου και σκούπισε λίγο το μέρος εκεί κοντά στην καρδιά μ' ένα μαντηλάκι. Στάσου να σου στάξω καλύτερα λίγο αιθέρα. . έτσι !. . . -Αχ, κυρ Γιατρέ: Τι!
Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω, σέναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κείδα να περνά σταντικρυνό πλάι και σε μικρή απόστασι ένας τράγος. Αγρίμι, Γιώργη! μούπε σιγανά ο ξάδερφος, Θωρείς το; Σαν νάκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κείδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω.
— Πώς να σου δόσω φίλημα 'ςτά μαύρα μου τα μάτια Που 'ς άλλον μ' έχει η μάνα μου από μικρή ταμμένη;
Στο Φόνι, όπου οι ζητιάνοι βολεύτηκαν στη μικρή αυλή γύρω από την εκκλησία που ήταν γεμάτη κόσμο από μακρινά χωριά, ο Έφις άρχισε να δοκιμάζει ένα νέο μαρτύριο. Φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το σύντροφό του.
— Θαρρώ πως πιώτερο θες να δης τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ναρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίση ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ' αύριο. Να ο φύλακάς σου. Κ' ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύλακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.
Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.
Δοκίμασε να γελάση όταν αντίκρυσε τη μαϊμού, που είτανε γι' αυτόν το διασκεδαστικότερο απ' όλα όσα ήξερε και που τώρα πηδούσε απάνω κάτω στο οργανέτο, βροντώντας τη μικρή αλυσσίδα της, κ' έκανε κωμικούς μορφασμούς εκεί που προσπαθούσε να σπάση ένα καρύδι. Μα ο Σβεν δεν είχε δύναμη να τα δη όλα αυτά. Γινότανε μόνο όλο και σοβαρότερος κι όλο και βαρήτερος καθότανε στην αγκαλιά του μπαμπά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν