United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου. — Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε. Και διήλθεν. Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη. Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν. Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν: — Ακτή, πού είναι η Λίγεια;

Ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε. Διά τούτο λοιπόν δεν με αρέσει. Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο, έστω και εις το πεζόν καθώς αυτό, αλλά διάφορον, πολύ διάφορον. Και να ιδής πως θα με αρέση. Έλα λοιπόν! — ανέκραξεν επί τέλους ανυπόμονος, ωθήσασα διά της μικράς αυτής χειρός τον βραχίονά μου, εφ' ου εστήριζον σιωπηλώς την ανόητον κεφαλήν μου.

Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της ηνοίγετο. — Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας!

Οι τρεις άνδρες, με όλην την δεινοπάθειαν και συμφοράν την οποίαν είχον υποστή εύρον ακόμη την δύναμιν να εκπλαγώσι, κ' εστάθησαν κυττάζοντες τον αγρότην με απλήστου περιέργειας έκφρασιν. — Το μάτι της λίμνης! ανέκραξεν ο πραγματευτής.

Ρίγος και σπασμοί κατέλαβον τον κατάδικον όταν είδε εισαγόμενον τον συνήθη πρόδρομον των τουφεκιστών ρασοφόρον. Ούτος, ευθύς άμα έμειναν μόνοι, έσπευσε να προλάβη την επικειμένην λιποθυμίαν του δυστυχούς, λέγων εις αυτόν «μη φοβείσαι, έρχομαι να σε αναγγείλω ότι ο βασιλεύς ηυδόκησε να σου απονείμη χάριν». — Χάριν! ανέκραξεν ο κατάδικος καταφιλών τας χείρας του καπουκίνου.

Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον . . . — Σε ακούω. — Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος. — Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος. Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.

Κάλυψε μόνον τον στωικισμόν μου, ω Ακτινοβόλε, κάλυψέ τον με στέφανον ρόδων και θες έμπροσθέν του ένα αμφορέα οίνουκαι αυτός θα ψάλη τον Ανακρέοντα ώστε να κάμη να σιγήσουν οι Επικούριοι. Ο Νέρων ευχαριστηθείς από τον τίτλον «ακτινοβόλος» εμειδίασε και είπε: — Μου είσαι αρεστός. — Αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος; ανέκραξεν ο Τιγγελίνος.

Αλλ' ο καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε. — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν; — Ποίαν; — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.

Τον ήκουες πώς μ' έκαμνε και γελούσα; — Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ' εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία! — Κατεργάρη! — ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. — Αφού λοιπόν θέλεις να με κολακεύης, άκουσε να σε πω.

Και με όλην την ταλαιπωρίαν και τον πόνον μου προτιμώ η Λίγεια να μη ομοιάζη με τας άλλας γυναίκας. Ο Πετρώνιας έσεισε τους ώμους. — Τότε δεν χάνεις τίποτε διά της αποχής σου. Αλλ' εγώ δεν εννοώ. — Ναι! ναι! Δεν δυνάμεθα πλέον να εννοώμεθα, απήντησεν ο Βινίκιος. — Ο Άδης να καταπίη όλους τους χριστιανούς! ανέκραξεν ο Πετρώνιος. Σε ενέπλησαν ανησυχιών και σου κατέστρεψαν την έννοιαν της ζωής.