United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' ταγκίστριΌποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό μου ακόμα, — λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και 'μάτωσε ταγκίστρι, κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι, γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.

Μπα! είνε σκυλόψαρο. Τι φοβερά δόντια που έχει, θεέ μου! Τ' είν' αυτό που έπαθες, σοφώτατε; Ενόμιζες ότι θα εκρύπτεσο εις τους βράχους και θα έτρωγες με την ησυχίαν σου το δόλωμα χωρίς να σε ιδή κανείς, αλλά συνελήφθης και τώρα θα σε κρεμάσω από τα σπάραχνα να σε ιδούν όλοι. Ας βγάλωμεν πρώτα το άγκιστρον με το δόλωμα.

Ο γέρωΜπούμας ο περαματζής, μέσα στη μικρή του φελούκα, ακουμπισμένος στην κουπαστή, με το αρμίδι στα τρεμουλιαστά του χέρια, ακολουθούσε, με τα μεγάλα θαλασσιά μάτια του, ένα κοπάδι τρελλούς σπάρους, που τριγύριζαν γύρω στο δόλωμά του. Το μάτι του, παίζοντας ανάμεσα στερηάς και θάλασσας, πήρε τα παλικάρια που ροβολούσαν απ' το βουνό.

Εβραχώθησαν, καθώς βραχώνεται η μεγάλη χονδρή απετονιά με το μέγα άγκιστρον και με το γενναίον δόλωμα εις το θαλάμι, κάτω εις τον πυθμένα εις τα ανεξερεύνητα βάθη, ανάμεσα εις βράχους ριζωμένους και εις φύκη και όστρακα.

Αλλά εγώ, όπως εκατάφερα και μερικούς άλλους γέροντας να έρχωνται μαζί μου να παίρνουν μαθήματα από τον Κόννον, έτσι και τώρα θα προσπαθήσω να παρασύρω μερικούς άλλους· και πρώτα πρώτα εσένα, αν θέλης να μ' ακούσης· ίσως μάλιστα δεν θα ήταν άσχημο δόλωμα να πάρωμε μαζί και τους υιούς σου· διότι είμαι βέβαιος ότι, διά να τους έχουν εκείνους, θα συγκατανεύσουν να μας διδάξουν και εμάς.

ΦΙΛΟΣ. Τι σκέπτεται να πράξη άρά γε αυτός ο άνθρωπος; ΙΕΡ. Έβαλε ως δόλωμα εις το αγκίστρι ένα σύκο και χρυσάφι, εκάθησε επάνω εις το τείχος και εκρέμασε το αγκίστρι εις την πόλιν. ΦΙΛΟΣ. Τι σκοπόν έχουν αυτά, Παρρησιάδη; Μήπως σκέπτεσαι ν' αλιεύσης λίθους εκ του Πελασγικού; ΠΑΡΡ. Σιώπησε, Φιλοσοφία, και περίμενε να ιδής τι θα ψαρεύσω.

Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο Αλέξανδρος είπε μίαν ημέραν τα εξής : Ήθελα, Ονησίκριτε , αφού αποθάνω, ναναζήσω επ' ολίγον, διά να ίδω πώς οι άνθρωποι θα κρίνουν όσα θα ιστορούνται περί εμού. Εάν τώρα επαινούν και εγκωμιάζουν, τούτο δεν είνε παράδοξον, διότι έκαστος με αυτό το δόλωμα προσπαθεί να συλλάβη την εύνοιάν μου.

Αλλ' επέστρεψε πάλιν, έχαψε το δόλωμα, συνελήφθη• ας τον ανελκύσωμεν. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Μη μ' ερωτάς, Παρρησιάδη, περί αυτού διότι δεν γνωρίζω ποιος είνε. ΠΑΡΡ. Λοιπόν, Αριστοτέλη, και αυτόν να τον πετάξωμεν κάτω. Αλλά τι βλέπω; Ένα πλήθος ψάρια του αυτού χρώματος, με αγκάθια και το δέρμα πολύ τραχύ πιο δυσκολόπιαστα από τους αχινούς. Χρειάζεται δίκτυ διά να τα πιάσωμεν και δίκτυ δεν έχομεν.

ΠΡΟΣΠ. Καλά τους έκαμες, πουλί μου· στάσου ακόμα στην αόρατη μορφή σου· φέρε από το σπίτι μου τα παλαιά ρούχα, δόλωμα να πιασθούν οι κλέφτες. ΑΡΙΕΛ. Τρέχω, τρέχω. Έλα, κρέμασ' τα από τούτο το σχοινί. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και ο ΑΡΙΕΛ μένουν αόρατοι. Μπαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, όλοι βρεμμένοι.

ΠΟΣ. Αφού συ δεν ήθελες, ω Ενιπεύ; 14. &Τρίτωνος και Νηρηίδων.& ΤΡΙΤ. Το κήτος σας, ω Νηρηίδες, το οποίον εστείλατε προς την θυγατέρα του Κηφέως την Ανδρομέδαν, ούτε την κόρην έβλαψεν, ως νομίζετε, και αυτό δε ήδη εφονεύθη. ΝΗΡ. Υπό ποίου, ω Τρίτων; Μήπως ο Κηφεύς μεταχειρισθείς την κόρην του ως δόλωμα και ενεδρεύσας μετά πολλών άλλων το εφόνευσε; ΤΡΙΤ. Όχι.