Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Σεπτεμβρίου 2025
Τι πένθος έρριξαν στον τόπο αυτοί που σας πρόδωσαν! Καταραμένοι να είναι!» Σέρνοντας φέρνουν τη Βασίλισσα έως τ' αναμμένα αγκάθια, που βγάνουν μεγάλες φλόγες. Ο Ντινάς, ο άρχοντας του Λιντάν, πέφτει στα πόδια του Βασιλιά. «Βασιληά, άκουσέ με.
Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κ' οι Τούρκοι δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο. — Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γεωργί μας! — Κρίμα που δεν σου το είπα προτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια.
Ο Πέτρος ήταν εκείνος, ο φρόνιμος δουλευτής ή κανένας φοβερός προπάππος του; Αληθινά κρατούσε στο χέρι τα ειρηνικά ύπεργα ή το βρόχο που έρριχνε ο Λιβέρτης καβαλλάρης κ' έσερνε τον εχτρό κατόπιν του ώστε ν' αφήση τα κρέατά του στ' αγκάθια; Κ' εκείνα τα πουλιά που πετούσαν τώρα αποπάνου του, ήταν τάχα καλιακούδες ή τα κοράκια που συντρόφευαν λιμασμένα τους προπάτορές του στους κάμπους του Ευμορφόπουλου, ελπίζοντας άμετρη τροφή από τ' ακούραστο χέρι τους ;
Ο δρόμος μου ήταν γεμάτος αγκάθια. Θέλω να ξαναγυρίσω ματωμένος και να ξεκουρασθώ. Δεν είναι φυσικό αυτό πού θέλω; ΒΕΡΑ — Νομίζεις πως είναι εύκολο, να ξαναγυρίση κανένας τόσο δρόμο; ΦΛΕΡΗΣ — Ω! ναι, το νομίζω. Είμαι βέβαιος. Είμαι βέβαιος γιατί το θέλω. Καθένας είναι κύριος να ξανακάμη τη ζωή του. ΒΕΡΑ — Νομίζεις πως είναι κύριος; Πολύ φοβάμαι πως δεν είναι. ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα είσαι απελπιστική.
Ναι, στο φωτεινό μονοπάτι διαγραφόταν ακόμη και η σκιά των λουλουδιών. Τα φύλλα από τις φραγκοσυκιές είχαν τ’ αγκάθια τους στη σκιά, και όπου το νερό ήταν στάσιμο, κάτω στο ποτάμι, αντικαθρεφτίζονταν τ’ αστέρια. Να όμως μια σκιά που κινείται πίσω από την αιμασιά, ανάμεσα στα σκλήθρα. Είναι ένα ασουλούπωτο ζώο, μαύρο, με ασημένια πόδια: τρίζει επάνω στην άμμο, σταματά.
Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.
Ναι, δε σου λέω, παιδί μου, μα ξέρουμε κάτι και μεις οι γυναίκες. Εκείνο που έχω μες στην καρδιά μου και με τρώει είνε, μην τύχη και πέση το πουλάκι μας σάπονα χέρια. Χίλιες φορές καλλίτερα να το θάψω παρά να το ρίξω απάνω στ' αγκάθια το χαδεμένο μου. Αγάπη, Κωσταντή μου, και καλή γνώμη. Κι όλα τάλλα έρχουνται μοναχά τους. Να σου πω τώρα. Είνε ένα παλληκάρι που πάει να λωλαθή με την αδερφή σου.
— Κάτι κατσουφιασμένος, πατέρα· τι τρέχει; είπε στο γέρο Μαλαματένιο, παύοντας τα γέλοια της. — Μπα! εδώ είστε; είπε τάχα ξαφνισμένος ο γέρος· έφαγα τον κόσμο να σας γυρεύω. Σας γύρευα εκεί ψηλά κι άξαφν' ακούω το λάλημα στα πόδια μου. Φαντάσου! να γυρεύω το πουλί στο κλαρί και να το βλέπω χωμένο στ' αγκάθια. Φαντάσου! είπε εξακολουθώντας να γελά, ενώ τα δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν