Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.

» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις αρχίζει η αυγή της ζωής. »Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω. » Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το πράγμα. »Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως.

Ο βασιλεύς λαμβάνοντας αυτήν την είδησιν της μεταβολής της θυγατρός του, έλαβε μεγάλην χαράν και έχοντάς μεγάλην πίστιν εις τον Καισάγιαν, και εις τα λόγια του Δερβύση, έκλινε και έδωσε θέλημα της θυγατρός του διά να μισεύση μαζί με την βάγια της, παρακαλώντας τον Δερβύσην να την προσέχη ωσάν να ήτον η ιδία του θυγατέρα.

Βλέποντάς τον εγώ που δεν έκλινε διά να μου το δείξη μου άναπτε περισσότερον την επιθυμίαν μου διά να μου το φανερώση και από τες πολλές παρακάλεσες τέλος πάντων εκαμώθη, διά να μη με παρακούση, πως απεφάσισε διά να μου το δείξη.

Και αποσυρθείσα προς τον παρακείμενον ξηρότοιχον, ήρπασε μεγάλην πέτραν και την ανύψωσεν απειλητικώς: — Δε σούπανε, μωρέ ασκημάνθρωπε, να μη μου ξαναμιλήσης; Γκρεμίσου απ' ομπρός μου να μη σου κάμω την κεφαλή σου ρόκα! Αλλ' ο Μανώλης, αντί ν' απομακρυνθή, έκλινε την κεφαλήν και είπε με πραότητα: — Δος μου, Μαρούλι. Εγώ, και να με σκοτώσουνε τα χεράκια σου τάσπρα, δε θα πονέσω.

Και ως ήτο γονατισμένη, εκάθησεν, έκλινε την κεφαλήν της προς τα γόνατά της και απεκοιμήθη. Και εν ώ έξω οι ποιμένες εν πασχαλινή ανυπομονησία έστρωνον ευφροσύνως μοσχοβολούσαν την τράπεζαν, και εστρώνοντο εγγύς και αυτοί, η θεια Μυγδαλίτσα εντός του ναού ωνειρεύετο.

Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.

Δυνάμεθα να είμεθα εγγύς προς Αυτόν εν παντί καιρώ, και προ πάντων όταν εις προσευχήν το γόνυ κλίνωμεν, όσον ο Ηγαπημένος μαθητής ήτο όταν έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους Εκείνου. Ο λόγος του Θεού είνε εγγύτατα εις ημάς, και εις τα στόματα και εις τας καρδίας μας. Εις ώτα κλειστά η φωνή Του δυνατόν να φαίνεται ότι δεν ηχεί πλέον.

Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και από μιας ώρας ήδη είχον δώσει και λάβει εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς εις τα χείλη της φλάσκας, ήτις ήτο τετραόκαδος και είχε κομισθή αρτίως εκ της πολίχνης πλήρης μοσχάτου.

Αλλά τας παραμονάς του γάμου διά να την περιποιηθή η αδελφή του Στάθη έστειλεν εις αυτήν δύο μεταξωτές προσκεφαλάδες και με αυτάς εστόλισε την πτωχήν προίκα της, αυτάς εκράτει επί του κανίστρου υψηλά, επιδεικτικώς νέος τις εκ των συμπεθέρων, εις αυτό επάνω το προσκέφαλόν εκάθησεν όταν την έφεραν νύμφην κ' επ' αυτού έκλινε την κεφαλήν, δειλή την πρώτην νύκτα κατά την οποίαν εκοιμάτο μετ' ανδρός.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν