Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
ΑΓΟΡ. Πώς είπες, κήρυξ; Πωλείς άνθρωπον ελεύθερον; ΕΡΜ. Μάλιστα. ΑΓΟΡ. Και δεν φοβείσαι να καταδιωχθής ως εξανδραποδιστής και εναχθής εις τον Άρειον Πάγον; ΕΡΜ. Αυτός δεν σκοτίζεται διά την πώλησίν του• διότι νομίζει ότι είνε τελείως ελεύθερος.
Αλλά τώρα πάρε με όσον το δυνατόν γρηγορώτερα απ' εδώ μήπως με προφθάση ο σύζυγος μου επιστρέφων, ή μη μάθη ο Πηλεύς ότι άφησα το σπίτι του παιδιού του και μας καταδιώξη με τα γρήγορα άλογά του. ΟΡΕΣΤΗΣ Μη φοβείσαι το χέρι ενός γέροντος• ούτε τον υιόν του Αχιλλέως μη φοβηθής, που με ύβρισε.
Εσύ, και αν γίνη πόλεμος και οι εχθροί εισβάλλουν, δεν πολυσκοτίζεσαι, ούτε φοβείσαι ότι θα σου θερίσουν τα χωράφια σου και θα σου καταστρέφουν τον κήπον σου και θα σου ερημώσουν τ' αμπέλια σου. Άμα ακουσθή σάλπισμα, δεν έχεις παρά να εξετάσης και να δης πού θα τραβήξης για να σωθής.
Λοιπόν, εάν εγκρίνετε, ας αναβάλωμεν να τα νομοθετήσωμεν λεπτομερέστερον άλλην φοράν. Μου φαίνεσαι, Ξένε μου, ότι φοβείσαι την ιδικήν μας αμάθειαν εις αυτά. Λοιπόν δεν έχεις δίκαιον να φοβήσαι. Επομένως όσον δι' αυτά προσπάθησε να ειπής χωρίς να κρύψης τίποτε. Φοβούμαι μεν και αυτά που λέγεις τόρα, περισσότερον όμως τρομάζω εκείνους που ήρχισαν αυτά τα μαθήματα, αλλά τα ήρχισαν κακώς.
Το μέγα έργον, που αυτήν θα τελεσθή την νύκτα, εξασφαλίζει και αρχήν και παντοδυναμίαν δι' όλας τας ημέρας μας και νύκτας εις το μέλλον. ΜΑΚΒΕΘ Τα ξαναλέγομεν αυτά! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αλλ' απαθής να ήσαι· εάν αλλάζη η όψις σου, θα 'πή ότι φοβείσαι. Άφησε τ' άλλα εις εμέ. Εγώ θα τα φροντίσω!
ΕΡΜ. Μάλιστα, διότι δεν γνωρίζω πώς κατορθώνει να τα σηκώνη υψηλότερα από το μέτωπον. Μπα! κλαίεις, κάθαρμα, και φοβείσαι τον θάνατον; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα. ΜΕΝ. Κάτι τι ακόμη το βαρύτερον απ' όλα κρύπτει υπό την μασχάλην του. ΕΡΜ. Τι, ω Μένιππε; ΜΕΝ. Την κολακείαν, ω Ερμή, η οποία πολύ του εχρησίμευσε εις την ζωήν.
Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75 αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, 'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες, α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80 'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι, 'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85 μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».
— Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε· — Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.
— Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! — Διατί φοβείσαι τόσον; Μήπως τα παρελθόντα επανέρχονται; — Ω, επανέρχονται είπεν η Αϊμά. Τω όντι, αυτός, αυτός είνε. — Ποίος αυτός; ηρώτησεν η Σιξτίνα, διεγερθείσης της περιεργείας της εκ της τελευταίας φράσεως. — Τίποτε, είπεν η Αϊμά, μεταμεληθείσα. Τίποτε. — Αλλ' ομιλείς μυστηριωδώς, τέκνον μου. Δεν εννοώ. — Ω, όχι. — Θα μοι είπης λοιπόν;
ΛΟΥΚ. Οι λοιποί φιλόσοφοι ας παρακαθήσουν και αυτοί ως δικασταί, και ας ψηφίσουν μαζή σας, Φιλοσοφία. Μόνος ο Διογένης ας αναλάβη την κατηγορίαν. ΦΙΛΟΣ. Δεν φοβείσαι μήπως σε καταδικάσουν; ΛΟΥΚ. Ουδόλως• θέλω ν' αθωωθώ με περισσοτέρας ψήφους. ΦΙΛΟΣ. Εύγε διά το θάρρος σου. Καθήσετε λοιπόν συ δε, Διογένη, έχεις τον λόγον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν