United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκούφον τον είχεν ονομάσει, ακόμη πριν τον υπανδρευθή, όταν τον ειρωνεύετο συνήθως, με την παρθενικήν πονηρίαν τηςχωρίς να προγνωρίζη ότι αυτός θα ήτον η τύχη της και ο καλός τηςεπειδή, αντί φεσίου, εφόρει είδος μακρού σκούφου, τεφροκοκκίνου, με κοντήν φούνταν. «Λογαριασμόν» τον ωνόμασε αργότερα, αφού τον υπανδρεύθη, επειδή συνείθιζε πολλάκις την φράσιν, «αυτός είν' ο λογαριασμός», και διότι, άλλως, δεν ηδύνατο ορθώς να λογαριάση ούτε ποσόν δι' ολίγους παράδες, ούτε δύο ημεροκάματα.

Ολίγας ημέρας ύστερον, μίαν Κυριακήν περί τα τέλη Αυγούστου, ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος, καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακράν την φούνταν του φεσιού, κρεμαμένην επί του ώμου, και ο Λούκας ο εκμισθωτής της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρουν τον μακρόν πέραν των ώτων μύστακα με αστακού βρασμένου τον χρώτα του προσώπου, είχαν καθίσει, καθώς πολύ συχνά το εσυνήθιζαν, «να το κλάψουν» ολίγον παρά το χείλος της λίμνης, υπό την δροσεράν αναδενδράδα, έξωθεν της καλύβης των.

Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με όλα τα εξήκοντα έτη του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου.

Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμώνταν μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφιάτικου του φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της.

Νέα πατήματα βαριά και γοργοκίνητα τόρα ακούστηκαν πάλι πάνου στη σαπισμένη σκαλωσιά από της σκοπιάς το μέρος, και νέος χτύπος βαρύς του γκρα, που τον κατέβασε ο έβζωνας μπρος την πόρτα μας, έσεισαν όλη την ξεχαρβάλωτην ταράτσα απόξω. Η μορφή του Σκοπού εζωγραφήθηκε κι αφτή τόρα στην πόρτα μας μπροστά, ανάμεσα από το δίχτι του σιδερόπλεχτου φεγγίτη, κάτου από την ανεμισμένη φούντα του φεσιού του.

Αλλ' ενώ ο Θωμάς του έδιδε μαθήματα περί λιπασμάτων και εμβολιασμού των αγρίων δένδρων, ο Μανώλης παρετήρει μίαν μεγάλην πέτραν εις το άκρον του υπερκειμένου τοίχου και ακριβώς υπεράνω του τουρλωτού φεσιού και εσκέπτετο πόσον θεάρεστον έργον θα ήτο αν έπιπτεν έξαφνα η πέτρα εκείνη.

Η Μαλάμω επλησίασε και αφήρεσεν από της κεφαλής του Ζάχου το πόσι του, δεμένον ατάκτως άνω του φεσίου, εδίπλωσεν αυτό επιμελώς επί του γόνατος και το έδεσε πάλιν δις και τρις γύρω, προσέχουσα να μη προβάλη καμμία πτυχή κ' έρριψεν οπίσω επί των ωμοπλατών τας δύο χρυσοκεντήτους και θυσανοφόρους άκρας του.

Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα.