Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Σεπτεμβρίου 2025
Καρέγλες και σκαμνιά, φίλτισι και συντέφι, κι όσο για τα συνηθισμένα τα σπιτικά χρειασίδια, κοινό μέταλλο δεν τους ταίριαζε· χρυσωτά ή αργυρωτά και τα μισοστρόγγυλά τους τραπέζια, που δυο κοπέλλια δε σώνανε να τα σηκώσουν. Αρίφνητοι μάγειροι τοίμαζαν τα φαγοπότια τους, και σαν καθίζανε, γέμιζε ο αιθέρας αρώματα, φωταψίες και μουσικές.
Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, 300 επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα, 'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους• 305 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320
Δε θα κάμουν οι δασκάλοι, αφτή η γλώσσα να μην υπάρχη, αφού υπάρχει, ακόμη κι αν τους αρέσει να φωνάξουν πως δεν υπάρχει γλώσσα. Και τώρα που την έχει ο λαός, θέλουνε να του τη σηκώσουν και να του καθίσουνε μιαν άλλη με το ζόρι, που μήτε ίδιοι τους δεν τη μιλούνε, μήτε ο λαός μπορεί να την καταλάβη. Αφτή τη γλώσσα, κοριτσάκι μου, ναγαπάς — αφτή τη γλώσσα να γράφουμε, για να μας διαβάζης.
Μα και σ' αυτή τη θάλασσα γίνονταν πολλά περίεργα· οι άγκυρες δηλαδή, άμα δοκιμάζανε να τις σηκώσουν, εμένανε στον πάτο και τα κουπιά εσπάζανε, μόλις εκάνανε να τραβήξουν και δελφίνια, πηδώντας από τη θάλασσα και χτυπώντες με τις ουρές τους τα καράβια, έλυναν τους αρμούς· ακουότανε και κάποιος ήχος σουραυλιού από τον αψηλό βράχο, που ήτανε στην τσίμα του κάβου· μα δεν εγήτευε σαν σουραύλι παρά ετρόμαζεν όσους τον ακούανε, σαν σάλπιγγα.
Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν