Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Οκτωβρίου 2025
Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων.
Και ο πάπα Σταύρος εξηκολούθει ν' απαριθμή τας εν τω επιτιμίω διαλαμβανομένας τιμωρίας, προσθέτων και τας ιδικάς του, όσας ενόμιζεν ικανάς να σηκώσουν τον νουν του εργάτου μίαν ώραν αρχήτερα. Ο Δημήτρης έτρεφε σεβασμόν εις τους ιερείς και τους λόγους των ήκουε μετά προσοχής θεωρών αυτούς ως εκ στόματος του Θεού εκπορευομένους.
Τάλλο το κοπάδι τα βόιδα σκόρπησαν πέρα μες τις ελιές, που ταπαράτησαν οι βοϊδολάτες κ' εχασομέρησαν πίσω αφτοί, να βοηθήσουν να σηκώσουν το Λιάρο οι μακελάρηδες. Εσκρόπησαν μες τις ελιές τα βόιδα πέρα, κ' εμαζέφτηκαν όλα κύκλο κει παράμερα, που ήταν ποτισμένο το χωράφι μ' αίμα.
Κ' οι Μιτυληνιοί άμα έμαθαν τον ερχομό των δέκα καραβιών κατεπάνω τους κι άμα μερικοί, ερχάμενοι από τις εξοχές, τους εμήνυσαν το διαγούμισμα, ενόμισαν ότι δεν έπρεπε να παραδεχτούνε να πάθουν αυτά από τους Μεθυμνιώτες· κι αποφάσισαν το γληγορότερο να τους σηκώσουν πόλεμο κι αυτοί.
Αλλά πολύ μεγαλειτέραν εργασίαν έκαμναν ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Γλάρος κι' ο Ψόφος, και οι λοιποί. Ούτοι χωρίς να φοβώνται ότι θα κρυώσουν, εγυμνώθησαν από τα ολίγα ράκη που εφορούσαν, έδιναν διαρκώς βουτιές, έφθαναν δύο ή τρία μπόγια εις τον πυθμένα, κ' επανήρχοντο εις τον αφρόν, φέροντες πάντοτε όσην ηδύναντο να σηκώσουν λείαν.
Ω κακότυχε, εφώναξεν ο βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το άλογον, ετούτος είναι ο καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας σου, εσύ δεν ηθέλησες να δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε επαίδευσε· και ύστερον κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το σπήτι του σακατεμένον.
Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρα — τώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία. Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.
Ακόμα πιο περίεργο, που και στο στρατό μέσα έμνησκαν ξέχωρα από τους άλλους, με δικούς τους στρατηγούς κι αξιωματικούς, κ' επειδή ανέβαιναν ως σαράντα χιλιάδες, είταν πάντα φόβος να σηκώσουν κεφάλι και νανοίξουν καινούργιες δουλειές, μόνο που γεωργικός όντας ο λαός τους θα καταντούσε ναλησμονήση με τον καιρό τάρματα και τη γλύκα τους.
Ε τι κι' αν είμαι ακάτεχος της μάχης; Σ' όλες τάχα 670 νάχει επιστήμη ο άθρωπος δε γίνεται τις τέχνες. Μον ένα λόγο θα σας πω που, ξέρτε το, θα γίνει. Θαν του το κάνω το κορμί λαγούμι, θαν του σπάσω τα κόκκαλα. Όλοι εδώ κοντά οι φίλοι του ας προσμένουν, ναν τον σηκώσουν έπειτα σαν του το φάω το μάτι.» 675 Έτσι είπε, κι' όλοι κέρωσαν σαν αποσβολωμένοι.
Τότες στο Φοίβο γύρισε κι' είπε ο μεγάλος Δίας «Φοίβε μου γιε μου, πήγαινε το Σαρπηδό να βγάλεις αλάργα τώρα απ' τις ρηξές, και πάρε οχ το ποτάμι αγνό νερό και πλύνε του τις ματωμένες σάρκες, άλειψ' τον λάδι αθάνατο κι' άλιωτα βάλ' του ρούχα. 670 Και στείλε διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο θάν τόνε παν ως στης Λυκιάς μες στα χωριά τα πλούσια, κι' εκεί ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε.» 675
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν