United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δικαιολογών δ' ενδομύχως την ατολμίαν του προσεπάθει διά της βίας να πείση εαυτόν, ότι πας φόβος ήτο μάταιος, και αδίκως είχε βασανισθή. Ότε επέστρεψεν εκ της δευτέρας εκδρομής ο Πρωτόγυφτος είχε μεταβεβλημένον το ήθος. Είδος τι υπερηφανείας αήθους έλαμπεν εις την όψιν του, και παρείχεν έκφρασιν εις τους τραχείς αυτού χαρακτήρας. Η ταλαίπωρος Γύφτισσα δεν ετόλμησε να τω απευθύνη ερώτησίν τινα.

Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς. Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια.

Διότι ο κακός είναι βεβαίως ακάθαρτος εις την ψυχήν, είναι όμως καθαρός ο αντίθετός του. Από μικρόν δε να δεχθή δώρα δεν είναι ορθόν ούτε άνθρωπος αγαθός ούτε θεός. Επομένως μάταιος είναι ο πολύς κόπος των ανοσίων διά τους θεούς, ενώ των ευσεβών είναι επικαιρότατος.

Ιδού δε και με ποίαν τάξιν εκυβέρνα τα πράγματα· άμα εξημέρονε, μέχρι της ώρας καθ' ην η αγορά πληρούται ανθρώπων, διεξεπεραίου προθύμως τας υποθέσεις τας οποίας τω υπέβαλλον· έπειτα έπινεν, έσκωπτε τους συμπότας και εφαίνετο φιλοπαίγμων και μάταιος.

Είνε ελεύθερος να κάμη ό,τι θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την χείρα του προς το κιβώτιον και πάλιν την αποσύρει· στρέφει έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του φαίνεται ότι κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και ο Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον. — Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα.

Αυτά λοιπόν ημείς φρονούμεν ότι ούτε πολιτεύματα είναι ούτε νόμοι, όσοι δεν εθεσπίσθησαν διά το κοινόν συμφέρον όλης της πόλεως. Όσα δε εθεσπίσθησαν προς χάριν ολίγων, αυτά τα ονομάζομεν ημείς φατριεύματα και όχι πολιτεύματα, και τα δίκαια αυτών, τα οποία παραδέχονται ότι υπάρχουν, ημείς φρονούμεν ότι είναι μάταιος λόγος.

Εάν θεοί υπάρχουν, θα σε ανταμείψουν διά πάσης ευτυχίας, διότι είσαι δίκαιος ανήρ. Εάν δεν υπάρχουν, μάταιος πας κόπος.

Και επέμενε διά νευμάτων και διά κτυπημάτων της ράβδου επί του εδάφους να βεβαιοί τους ισχυρισμούς αυτής. Είνε δε περίεργον ότι η Εφταλουτρού κατά την παρούσαν περίστασιν δεν εξεστόμιζεν ούτε ύβρεις, ούτε βλασφημίας. Αφού ανεκάλυψε τοιούτον θύμα τόσον ευάλωτον, και αφού είχε πράγματα υπό τας όψεις της, οι πολλοί λόγοι τη εφαίνοντο κενός και μάταιος ήχος. — Αυτά είνε, επέμενε λέγουσα, αυτά.

Ποιός θα μου βρη ένα γιατρό, και τάχα ποιόν απ' όλους; και ποιός την τέχνη έμαθε να διορθώνη κώλους; Μη ο Αμύνων; θ' αρνηθή και μάταιος ο κόπος τον Αντισθένη το γιατρό καλέσετ' όπως-όπως, κι' αυτός από τους στεναγμούς αν κρίνη, θα μπορέση τι θέλει ο κώλος να μας 'πη όταν ζητή να χέση. ΧΡΕΜΗΣ Τι φτιάνεις αυτού πέρα συ; χέζεις; ΒΛΕΠΥΡΟΣ εγειρόμενος Εγώ; α, όχι σηκώνομαι.

Ούτοι δε οι βάρβαροι εις όσους μεν δεν τους γνωρίζουν είναι επίφοβοι πριν συμπλακούν, τρομεροί διά το πλήθος των, αφόρητοι διά τας μεγάλας κραυγάς των, και ο μάταιος κραδασμός των όπλων έχει και αυτός κάτι απειλητικόν. Άμα όμως συμπλακούν, δεν φαίνονται πλέον οι ίδιοι, διότι ωρισμένην θέσιν δεν έχουν ούτε εντρέπονται, εάν την εγκαταλείψουν βιαζόμενοι.