United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταχειά 'σαν τον δήτε να 'ρθή καπετάνιος, σας λέγω εγώ. Ναι! θα μου τον γυρεύετε, αλλά τότε και εγώ θα σας γυρίζω της πλάταις και θα λέγω: «Καλέ, δεν ταις συμμαζεύετε λιγάκι; Δεν έχω το παιδί μου για τα μούτρα σας. Νά τα δα! Άρε σεις, ξέρετε τι είνε το παιδί μου; Κλωνάρι, κλωνάρι της μυρτιάς, παιδί της ωμορφιάςΕθύμωνε τότε και η κόρη, κατακόκκινη εξ αιδούς.

Είνε οκτώ παρά τέταρτον. Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας. — Αφέντη! — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·Έφερε τα γάντια μου; — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .

Το νεογέννητο γαϊδουράκι καθότανε παραπονεμένο ακόμα δίπλα στη μάννα του. Πέρασα ένα μικρό μονοπάτι κ' έφθασα ως το δρομαλάκι. Έκαμα κάμποσα βήματα απάνω στο άσπρο, ξερό χώμα και προχώρησα λιγάκι χωρίς διάθεση. Η ερημιά κ' η ξεραΐλα μου κάμανε πλήξη. Σε λίγο άρχισα να βαρυέμαι και το βήμα μου σιγάσιγά γινότανε ολοένα πιο αργό και πιο απρόθυμο.

Θα δούμε πως και στην κοινή γλώσσα, κάμποσο συνηθισμένος είναι ο τύπος αφτός, αφού πιο συχνά θα πούνε ζουλιάρικος , παρά ζηλιάρικος , κ'έτσι θαρρώ πάντα πως η ζήλια είναι σα δασκαλισμός, γιατί ζούλια την ξέρουνε και στην αδασκάλεφτη Κρήτη. Ελπίζω να την έμαθαν τώρα λιγάκι και στην Αθήνα, τη ζηλεμένη . «...Ο τύπος Ζούλια είναι ο μόνος ορθός.

Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Εκείνοι τον βιάσανε να κάτση. Ίσια-ίσια για να τ' αλλάξουνε λιγάκι το κακό κέφι. Ήπιανε ένα κρασί στα βουβά. Ο Γιώργης δε μιλούσε καθόλου. Εκεί που στρήβανε από ένα τσιγάρο, τους ζύγωσε ο Σταύρος ο Γιαννακός. — Γεια σας! — Γεια σου! του είπαν οι άλλοι δύο. Ο Γιώργης έσκυψε και σάλιωσε το τσιγάρο του δίχως να τον καλησπερίση. — Στο χωριό σου δεν καλησπερίζουνε; του είπε προκλητικά ο Σταύρος.

Ζήσε, καλέ μου, και συ· μη διαβάζης πάντα βιβλία· προσπάθησε να διαβάσης λιγάκι και μέσα στην καρδιά μας, τι γράφει. Μην κλειδώνεσαι στη βιβλιοθήκη σου ολημερίς. Έβγα όξω, να πάρης την αναπνοή σου. Πες μας τα βάσανα που πονούμε, κουβέντιασε με την ψυχή μας, μην πολεμάς όλο να καταπείσης το νου μας. Ψυχή έχουμε· ο νους σα να μας λείπη ακόμη. Ας κάμουν το ίδιο κ' οι δασκάλοι.

Ο ουρανός θ' αφίνη μέσ' απ' τις ψηλοθώρητες κορφές των δέντρων να βλέπουμε λιγάκι γαλανό χρώμα· κ' η ψυχή μας θ' αναγαλλιάζη. Ο κόσμος δε θα μας στέλνη εκεί μέσα τη βοή του και θάμαστε ευτυχισμένοι.

Ποιος θα μας πη πόσα ρυάκια μάζωξε στο δρόμο; Ποιος θα μας πη, ύστερα από τόσες χώρες που ξέπλυνε, που τα νερά του είναι πάντοτες τα ίδια, που η φύση τους δεν άλλαξε λιγάκι; Πέρασε από τόσα χώματα μέσα, που θα πήραν τα νερά του καινούρια στοιχεία, καινούρια σώματα που δεν είχε πρώτα.

Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.