Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου, πως τώρα που είδες την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς είμαι κατεστραμμένος. Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία. Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες; Με συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ' αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να είμουνα χασάπης. Πέτρα είταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ' ένα ραχάτι σα να μ' έκαμαν από χήρα βασίλισσα.

Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους.

Είναι γλυκό το τραγούδι της θάλασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.

Ο Ζώης σε λίγο καιρό, εξενιτεύθηκε, ήφυε κι' ο Μόρφος και η ιστορία εξεχάστηκε. Και ο φιλόσοφος αγωγιάτης μου, σε λιγάκι επρόσθεσε. — Ευτά τα πράματ' αφεντικό, η ιστορίες, μαθές, ευτές, ήτανε συνειθισμένες τον καιρό εκείνο. Μούλεεν ο γέρος μου, πως ετότες η κοπέλλες και οι κοπελλιάρηδες αγαπούσανε στ' αλήθεια, αγαπούσανε, μαθές, τον άθρεπο και πόσα δεν εκάνανε για την αγάπη!

Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη οπωσούν τραχεία η φωνή του ενός των χωροφυλάκων, του γεροντοτέρου· — Ε! νισάφι, βρε παιδιά, εφώναξε . . . Πέσατε με τα μούτρα πάλι στο πλιάτσκο! Με τον ίδιον τόνον απήντησεν ο Λούκας·Έννοια σου, μπάρμπα-Χρήστο! το κάνουμε για να μη σκουριάσουν τα σίδερα μες τη θάλασσα . . . Κ' έπειτα είνε ανάγκη να ξαλαφρώση λιγάκι τ' αμπάρι, για να σηκωθή το σκάφος! . . .

Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το τραγουδήσωμε·Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η συζυγική προθυμία. Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.

Λέει πως θα πάη κοντά του γλήγορα και το λέει μ' έναν τόσο ήσυχο, εμπιστευτικό, στοχαστικό τόνο, σα να είτανε και για τους άλλους το φυσικότερο πράμα του κόσμου, όπως είναι γι' αυτή. Κάποτε προσθέτει: — Ήθελα μόνο να ζούσα, όσο να μεγαλώσουνε λιγάκι ακόμα τα παιδιά και να μη με χρειάζουνται πια.

Εμείς οι γλωσσολόγοιμα γιατί μόνο τάχατις οι γλωσσολόγοι; — όλοι μας εμείς που μάθαμε να σπουδάζουμε καμιά επιστήμη, όποια κι αν είναι, ας πούμε και ψυχολογία, κάπου κάπου τέτοια χαρά μας περεχύνει. Είδος χαρά ξεχωριστή και που δε μοιάζει με καμιάν άλλη. Είμαστε και μεις λιγάκι σαν τους αστρονόμους.

Υπάρχει ασφαλώς ένα μακρύ στρώμα θειάφι κάτου από τη γης από τη Λίμα ως τη Λισσαβώνα. — Τίποτε δεν είναι πιθανώτερο απ' αυτό. Όμως, για το θεό, λίγο λάδι και κρασί. — Πώς πιθανό; απάντησε ο φιλόσοφος. Υποστηρίζω, πως το πράγμα είναι αποδειγμένο Ο Αγαθούλης έχασε τις αισθήσεις του κι' ο Παγγλώσσης τούφερε λιγάκι νερό από μια γειτονική βρύση.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν