Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.
Ο αφορισμένος είνε μία αθλία και φοβερά δύναμις, αποπνέουσα πανταχού μόλυσμα απαίσιον και δυσθεράπευτον της ψυχής. Το σώμα δύναταί τις πολλάκις να το εκθέση εις τους κινδύνους και τας τιμωρίας, αλλά την ψυχήν πρέπει να φυλάσση ως το πολυτιμότερον πράγμα του ανθρώπου. — Κ εγώ να ήμουνα δεν το έκανα, εψιθύρισεν ο Δημήτρης εν ειλικρινεία.
«Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμάστε το μεγάλο δράκοντά που σκότωσα στον τόπο σας; Έκρυψα τη γλώσσα του στη μπότα μου, και ολόκαυτος από το φαρμάκι, έπεσα χάμω κοντά στο έλος. Ήμουνα τότε ένας θαυμάσιος ιππότης!. . . . Και περίμενα το θάνατο όταν ήρθατε σεις και με βοηθήσατε». Απάντησε η Ιζόλδη: «Πάψε, μη βρίζης τους ιππότες. Είσαι ένας βρωμοτρελλός από γέννησή σου.
Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο.....
Ύστερ' απ' αυτά που είδα, που ακόμα δα θαρρώ πως τα ονειρεύουμαι, καρτερώ να ιδώ κ' άλλα μεγαλύτερα. Γιατί ίσαμε τα προχτές ήμουνα ο πιο απαισιόδοξος ίσως Ρωμηός. Σε τίποτα δεν πίστευα, όλα τα κορόιδευα και τα πιο ιερά ακόμα. Άκουγα Μεγάλη Ιδέα και μέσα μου Μεγάλη Μωρία την έλεγα. Τους Πατριώτας τους μετέφραζα σε Πατριδοκάπηλους.
Ήμουνα βουτηχτής και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα βερεσέδια θα με φάνε. Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο Λαλεμήτρος.
Έπεσα κει από την τρομάρα την κούραση, τη φρίκη, την απελπισία, την πείνα. Σε λίγο οι καταβλημένες μου αισθήσεις παραδοθήκανε σ' έναν ύπνο, που έμοιαζε περισσότερο με λιποθυμία παρά με ανάπαυση. Ήμουνα σ' αυτήν την κατάσταση αδυναμίας κ' αναισθησίας και ανάμεσα ζωής και θανάτου, όταν ένοιωσα να με πλακώνει κάτι, που σάλευε απάνω στο σώμα μου.
Αχ! ας ήμουνα πουλάκι, Δεληγιάννη, να πετάξω Με εσέ στο Βερολίνον, και κρυφά να σε κυττάξω Πώς θα μπης στου συνεδρίου την απέραντη την σάλα, Πώς θα χαιρετήσης τόσα υποκείμενα μεγάλα, Πόσας ρεβεράνς θα κάμης, και με ποίο σοβαρό Θα καθίσης στου Σουβάλωφ και του Βίσμαρκ το πλευρό.
Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, το κορμί μου επάγωνε· εφώναζα σαν να μ' εχτυπούσαν· εσώπαινα σαν να ήμουνα νεκρός· έμπαινα στα ποτάμια σαν να εκαιγόμουν· έκραζα βοήθεια τον Πάνα, επειδή κι αυτός αγάπησε την Πύτη. Ευχαριστούσα τον αντίλαλο, που εφώναζε τόνομα της Αμαρυλλίδας ύστερ' από μένα. Ετσάκιζα τα σουραύλια, επειδή μου γήτευαν τα βόιδια, μα δε μούφερναν την Αμαρυλλίδα.
Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν