United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα σας παρακαλώ να έλθετε εις την θέσιν μου, ω Δελφοί, να φαντασθήτε τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρέθην και να μου είπετε τι έπρεπε να πράξω όταν ανύποπτος και απροφύλακτος παρ' ολίγον να συλληφθώ υπό των εχθρών μου και αν δεν είχα δίκαιον να ζητήσω τρόπον σωτηρίας.

Μετ' ολίγον ανεύρε την υγείαν του και παρεδόθη εις τας χείρας των φίλων του, εις τους οποίους επεφυλάχθησαν να καταστήσουν γνωστήν την ανάστασίν του, μέχρις ου πας φόβος μεταπτώσεως εις τον θάνατον τελείως απεσοβήθη. Μπορείτε να φαντασθήτε την έκπληξίν των, την ευχάριστον κατάπληξίν των.

Ποτές δεν έλαβα επιστολή της, είπε ο Αγαθούλης: γιατί, φαντασθήτε, επειδή με διώξαν από τον πύργο για τον έρωτά της, δε μπόρεσα να της γράψω· λίγο κατόπι έμαθα, πως είχε πεθάνει, αργότερα την ξαναβρήκα και την ξανάχασα και της έστειλα από δυόμιση χιλιάδες λεύγες έναν αγγελιοφόρο, από τον οποίον περιμένω απάντηση. Ο αββάς άκουε προσεχτικά και φαινότανε λιγάκι ρεμβώδης.

Διατί να μη είνε και αυτός τράγος; Δύνασθε να φαντασθήτε την έκπληξιν των γονέων του, όταν τον είδαν μίαν εσπέραν να φθάση, χωρίς να προηγηθούν προσκλήσεις και παρακλήσεις εκ μέρους των. Η μητέρα του έκαμε τον σταυρόν της, δοξάζουσα τον Θεόν που τον εφώτισε. Βέβαια θαύμα ήτο αυτό το ανέλπιστο.

Είξευρα στίχους να μετρώ και όχι σιτηρά· και όμως πόσον αγαθός ο έμπορός μου ήτο! κακό δεν εξεστόμισε για 'μένα μια φορά, με χαμογέλοιο μ' έβλεπε και εσταυροκοπείτο. Μια 'μέρα μ' είπε «κάμε μου, αν αγαπάς, τη χάρι να μείνης μια στιγμή εδώ εις την σιταποθήκη, και πρόσεξε να μη σου φαν οι χοίροι το σιτάρι...» Για φαντασθήτε τι 'ντροπή για με, τι καταδίκη!

Διά να φαντασθήτε το μήκος της οδού εις την οποίαν εισέρχομαι αυτήν την στιγμήν, αρκεί να σας είπω ότι η απέναντι μου οικία φέρει αριθμόν 2,305! Και το πρώτον πάτωμα εκάστου σπιτιού σηκόνει επί των ώμων του άλλα 20 ή 30 πατώματα· και επάνω από όλα αυτά περνά εναέριος σιδηρόδρομος, και από πάνω ακόμη περνούν αερόστατα και υπέρ όλα αυτά ο ουρανός.

Στενάζετε, ή βλέπετ' εκείνον στενάζοντα υπό τον πυρετόν, τυραννούμενον υπό της αϋπνίας και κυλιόμενον εν αγωνία, επί της κλίνης του. Φαντάσθητε δε, — και διατί να το φαντασθήτε, αφού πολλάκις βεβαίως το επάθετετο φοβερόν επί του ασθενούς αποτέλεσμα της αιφνιδίας εκείνης των μαινομένων λύκων ωρυγής! Και διατί ταύτα πάντα; Διά να μη προσβληθή ίσως η συνταγματική ελευθερία του έλληνος πολίτου;

Φαντασθήτε την σκαμπαβίαν κυνηγούσαν τους δύο φυγάδας επί της ελαφράς βαρκούλας, τον Μαθιόν διαφεύγοντα διά θαύματος κωπηλασίας την καταδίωξιν, την τελευταίαν στιγμήν ανακαλύπτοντα ότι η Νοσταλγός είχεν εραστήν εκεί πέραν, και σχίζοντα το στήθος της με το εγχειρίδιον, ή βυθίζοντα την βάρκαν και πνίγοντα την γυναίκα, πνιγόμενον και αυτόν εις τα κύματα!

Ήτον το πρώτο χαμογέλοιο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν' ανεβή.