United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε τόσον φυσικόν ν' αποθάνη τις όσον και να γεννηθή. Ο χριστιανός δεν έχει ανάγκην να το είπωσιν ότι δεν ήτο τοιούτος χυδαίος φόβος ό,τι απέσπασεν από του Σωτήρος του τον ιδρώτα εκείνον του αίματος. Όχι, ήτο τι απείρως περισσότερον τούτου· απείρως περισσότερον ή ό,τι η υψίστη έντασις της φαντασίας μας δύναται να συλλάβη. Ήτο τι ασυγκρίτως θανασιμώτερον του θανάτου.

Η δυστυχής εξύπνησεν έντρομος, περιρρεομένη από άλμην και ιδρώτα. Ηύχετο πλέον, και πάραυτα το απεφάσισε, να μην κοιμηθή άλλην φοράν εις την ζωήν της, αν ήτον διά να βλέπη τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνωναρκεί να μην έχη κακά όνειρα! Τις οίδε! — Μόλις το εσκέφθη, και μετ' ολίγον απεναρκώθη πάλιν.

Έφεραν νέον παλάγκον, ενώ ο πλοίαρχος, μη ευκαιρών να σπογγίση τον ιδρώτα του προσώπου του, δεν ηδυνήθη να μη ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην την ακούσιον εκείνην αράν: «&Καλό μπλέξιμο!&», και βεβαίως, αν είχεν εμπρός του, αυτήν την φοράν, τον Αλέξανδρον τον Χάραυλον, κακό μπλέξιμο θα είχε μαζί του.

Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του, εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν.

Τα πρόσωπα των αδελφάδων, σκυμμένα επάνω στο χαρτί, γυάλιζαν από τον ιδρώτα της αγωνίας, αλλά η Νοέμι σήκωσε το βλέμμα και είπε: «Εάν εσύ Έστερ, δεν έχεις υπογράψει τίποτε, δεν οφείλουμε να πληρώσουμε τίποτε.

Και η Νοέμι, σκυμμένη με μια γαβάθα που αχνίζει στο χέρι, ενώ του σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπο, προσπαθεί να μιμηθεί το χοντρό αρραβωνιαστικό της. «Έλα πιες.

Ένα μήνα ολοένα ήμουν μέσα στον ιδρώτα, Έως ότου να συνάξω τα μεγάλα μας τα φώτα Και μπορέσω, κύριοι μου, με αυτά να σας φωτίσω ... Είδα κι' έπαθα ως ότου με ακρίβειαν μετρήσω Τας αρχαίας μας τας δάφνας με τον γέρο Ραγκαβή, Και από το γράψε γράψε καταντήσαμεν στραβοί.

Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσαείτε κολλήγισα άλλων ευποροτέρων οικογενειών εις τα κτήματα, εις τας συκάς και τας μορέαςσυλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν — ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδαςγινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίαςφορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόνώφειλεν εξ άπαντος «ν' αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε, έξ, ή επτά προίκας!

Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, το δικό του είχε μιαν αρσενικιά μυρωδιά από ιδρώτα, από επιδερμίδα καμένη από τον ήλιο, από κρασί και ταμπάκο, το δικό της ένα άρωμα κλεισούρας, λεβάντας και δακρύων. «Νοέμι», είπε δειλά κα με τρόπο τραχύ, βγάζοντας το καπέλο και ξαναφορώντας το, «εάν με χρειάζεστε να μου το πείτε. Τι έγινε