United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλέως . . . — πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς. Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου!

Την ημέραν της εκλογής, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε είκοσι λεπτά εις το πρακτορείον, εισερχόμενος, εξερχόμενος, δρομαίος, πολύφροντις, σπογγίζων επί του μετώπου τον ιδρώτα με λευκόν λινομέταξον μανδήλιον, εισέβαλλεν από πίσω από τα κάγκελλα, διέκοπτεν αποτόμως πάσαν συνεννόησιν ή διαπραγμάτευσιν του Στεριωμένου μετά ψηφοφόρων ή ψηφοθηρών, έκυπτεν εις το ους του, του ωμίλει, και εις απάντησιν ο κυρ-Μανουήλος, πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, του έθετεν εις την παλάμην, άλλοτε έν, άλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ή τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων, και ο Λάμπρος επί ατμού αμέσως έφευγεν, ετρέπετο δεξιά ή αριστερά προς τον δρόμον της συνοικίας, διά να επανέλθη και πάλιν μετά είκοσι λεπτά ή μετά ημίσειαν ώραν.

Τότε εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε πέσει.

Ήσθμαινεν αυτός, ήσθμαινε και το ζώον. Ήτον πρωί ακόμη, αρχαί Ιουνίου, έβαινε προς τα δυτικοβόρεια της εξοχής, κ' είχε τον ήλιον οπίσω του. Και με πλατύ κόκκινο μανδήλι αδιαλείπτως εσπόγγιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπόν του. Κ' ήτον άρρωστος υπέρ τα δύο έτη, κ' είχε σωθή και αναλύσει όλος από την αδυναμίαν και ισχνότητα, κ' είχεν ακόμη το διπλάσιον βάρος συνήθους ανθρώπου.

Ο Πλήθων ησθάνετο ιδρώτα περιρρέοντα το μέτωπον αυτού και δεν είχε δύναμιν ν' απαντήση προς τας λέξεις ταύτας. — Εις τούτο μόνον διαφωνούμεν, επανέλαβε πραότερον ο Σχολάριος. Κατά τάλλα ομολογώ ότι είσαι τίμιος και γενναίος ανήρ και ουδέν κακόν επιθυμώ διά σε. Εν τούτοις ο Πλήθων, αν και δεν ωμίλει, εσκέπτετο όμως εφ' όσον ο Σχολάριος έλεγε τανωτέρω.

Αγκομαχούσαν φοβερά, που τράνταζε το σπήλιο.... Αρχίζουν να κουράζωνται, κι’ αρχίζουν να τραβιούνται, Ν’ αριεύουν τα χτυπήματα, να παραλύουν την έχτρα, Κι’ εκεί που λαχανιάζανε, πο τον πολύ τους κόπο, Και κολυμπούσανε κι’ οι δυο στον ίδρωτά τους μέσα, Η έχτρα, πώκαιε μέσα τους, σα φοβερό καμίνι, Τους εσυμπούσε το θυμό, τους άναβε τη λύσσα, Και πάλε ξαναρχίζανε τον φοβερόν αγώνα.

Και μέσα στη σαλαλοή φωνή αργιόχρωμη σαν κουκοβάγιας ανάκρασμα ακούεται να λέγη: Τάωτω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω. Έλα βλάμη σήκω, σήκω να μοιράσουμε!.. Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στον ίδρωτα. Γνώριμη του είνε η φωνή, γνώριμη η οφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είνε άλλος από τον Τρακάδα τον βλάμη του.

Ο σκοπός ο πρωραίος, εσκυμμένος εκεί ημέρας υπό την κιτρίνην νιτζεράδα του, έσταζεν όλος ως άρτι αναδύσας εκ του βυθού, ο δε πηδαλιούχος με την μίαν χείρα κρατών τον τροχόν του πηδαλίου ασφαλώς, με την άλλην απέμασσεν από του πώγωνος και από του μετώπου την θάλασσαν, τον ιδρώτα του παλαίοντος ναύτου.

Να, τα κουρέλια μας είναι κολλημένα στης πληγές μας που βγάνουν κακό ιδρώτα.

Αποτελείται από αναθυμίαση μιας κόφας κουνουπιδιών, κι' από τον ίδρωτα του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα. Αύτη η λαϊκιά με το φακιόλι μας κυνηγά παντού και αισθανόμαστε τον εαυτό μας βρεμένο κι' ακάθαρτο. — Εγώ δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου ούτε βρεμένο ούτε ακάθαρτο.