United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εψιθύρισε και έβαινε γοργά, σαν να την έπιασε βροχή. Πλην παρεπάτησεν η δειλήμων κόρηαποτυφλούται ο δειλόςκαι προσέκρουσεν εις τον κορμόντης εφάνημιας εκεί συκομωρέας. Όμως ηπατάτο φευ!

Σκυφτή, με την μανδήλα ως τα μάτια της, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων, έβαινε ταχεία προς το σπιτάκι της, επάνω εις τον Βράχον. Ήτο μία μικρή πλατεία εν μέσω, παγιδεύτρια των αντλουσών γυναικών. Ο δε πονηρός Περιστεράκης ήνοιξεν εκεί ταβέρναν, ίσα-ίσα εις το πέρασμα, ως έλεγε και εσυνάζοντο εκεί οι νέοι παγιδευταί, προσκαρτερούντες τας νεάνιδας ως οι κυνηγοί τας τρυγόνας εις της χωσιαίς.

Εις πάντα όστις επεσκέφθη τον τόπον σήμερον, κατά τον αυτόν καιρόν του έτους και κατά την αυτήν ώραν της νυκτός, είνε ευκολώτερον να φαντασθή τον φόβον όστις θα κατείχε τους ολίγους εκείνους Γαλιλαίους, ενώ εν σιωπή σχεδόν αδιαπτώτω και υπό το άχθος μυστηριώδους τρόμου, ηκολούθουν Εκείνον όστις με κεκυφυίαν κεφαλήν και αλγούσαν καρδίαν έβαινε προ αυτών εις την εκούσιον καταδίκην Του.

Επήγα κατ' ευθείαν από το οπωροπωλείον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, διά να βοηθήσω με λόγια, και ενθαρρύνω την μητέρα. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας και της ενθαρρύνσεως· έμεινα δύο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω. — Περαστικά, Κούλα.

Αι περιφοραί δε, εις ποταμόν εξωγκωμένον βυθισθείσαι, ούτε ενίκων Β. | αυτόν ούτε ενικώντο, αλλά βιαίως εσύροντο και έσυρον ώστε το όλον ζωον εκινείτο, ατάκτως όμως και όπως έτυχε προχωρούν και αλόγως, έχον όλας τας έξ κινήσεις· διότι έβαινε και εμ- πρός και όπισθεν, και πάλιν δεξιά και αριστερά, και άνω και κάτω, και πανταχού πλανώμενον κατά τους έξ τούτους τρόπους.

Είχε χρυσάς ακτίνας περί την μορφήν, και το πρόσωπόν του εξέπεμπε θείαν αίγλην. Τους οφθαλμούς αυτού επέστεφον καμπύλα τόξα οφρύων και μειδίαμα αρρήτου ηδύτητος ήνθει περί τα χείλη αυτού. Η κεφαλή, ο τράχηλος και ο κορμός είχον αρμονικωτάτην προς άλληλα συμμετρίαν. Ο έτερος των ποδών υψούτο ως προς όρχησιν, ο δ' έτερος έβαινε σεμνώς επί του στυλοβάτου.

Αλλ' ο Ιησούς εγνώριζε και ήκουε τα σχόλιά των, και πάλιν η όλη σκηνή, το γνησίως αλγεινόν ταύτης, αι μισθωτοί θρηνωδοί, τα μη κοπάζοντα μίση, όλα συγκεντρωμένα πέριξ του απαισίου έργου του θανάτου, επήλθον τόσον ισχυρώς εις το πνεύμα Του, ώστε, καίτοι εγίνωσκεν ότι έβαινε διά ν' αναστήση τον νεκρόν, «πάλιν εμβριμώμενος εν Εαυτώ» και ταραττόμενος έφθασεν εις το μνημείον.

Δεν περιγράφω την αμοιβαίαν της συναντήσεως μας αγαλλίασιν. Δεν εβραδύναμεν να ορίσωμεν μετά του Παντελή το δρομολόγιόν μας και ν' αρχίσωμεν την οδοιπορίαν μας. Διευθυνόμενοι προς βορράν μετεβαίνομεν από χωρίον εις χωρίον, η δε πώλησις του χαβιαρίου έβαινε κατ' ευχήν, και ηύξανον βαθμηδόν τα περιεχόμενα του σακκουλίου μου.

Ήσθμαινεν αυτός, ήσθμαινε και το ζώον. Ήτον πρωί ακόμη, αρχαί Ιουνίου, έβαινε προς τα δυτικοβόρεια της εξοχής, κ' είχε τον ήλιον οπίσω του. Και με πλατύ κόκκινο μανδήλι αδιαλείπτως εσπόγγιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπόν του. Κ' ήτον άρρωστος υπέρ τα δύο έτη, κ' είχε σωθή και αναλύσει όλος από την αδυναμίαν και ισχνότητα, κ' είχεν ακόμη το διπλάσιον βάρος συνήθους ανθρώπου.