United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε. — Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.

Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά.

Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό.

Σαν κατέβηκε ο Πανάγος, δεν είταν πια και πολύ θολωμένος ο νους του· δεν απορούσε τι να κάμη και τι να πη· παρά εκεί που το κράταγε αυτή ακόμα το τσαμπί και το γλυκοκοίταζε, σκύβει να φιλήση το χνουδάτο της μάγουλο. Έβαλε τον αγκώνα της η Ασήμω, σα να τον αποσπρώξη. Πιάνει τότες εκείνος το χέρι της και το γλυκοσφίγγει.

Στην Ανατολή όμως, που κι αν πλημμυρίζουνταν από βαρβάρους, κι αν παραλούσε κάποτες η διοίκηση, κι αν τηνέ βασάνιζαν οι ευνούχοι, κράταγε όμως πάντα μέσα της ζωντανάδα και δύναμη ξανακαινουριωμένης φυλής, εκεί άλλαζε το ζήτημα, κι ο Βασιλέας έπρεπε να βρεθή, και να βρεθή όχι κατά παράδοση ή κατά γενεαλογική σειρά, αφού αυτή έλειψε, παρά κατά τα περιστατικά που κυβερνούσαν το κράτος και τότες κι αργότερα, όταν ένας απάνω στον άλλον ανεβαίνανε στα θρόνο άνθρωποι από κάθε σειρά κοινωνική κι από κάθε γένος, Αρμένηδες, Ισαύροι, Μακεδόνες, Σλάβοι, όλοι όμως απορρουφημένοι από την ξενοφάγα τη Ρωμιοσύνη.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .

Ένα παράσταινε την εικόνα του Χριστού μεταξοκέντητη, με ολόχρουσο φόρεμα, ανασηκωμένο όμως κατά τα πλευρό με τρόπο που να φαίνεται πορφυρένιος χιτώνας, σιμά στα δεξί χέρι που δαχτυλόδειχνε τη Βίβλο καθώς την κράταγε τάλλο το χέρι. Πλάγι του Χριστού στέκουνταν ο Απόστολος Παύλος κρατώντας ραβδί στα χέρι με σταυρό στην απάνω άκρη. Άλλα σκεπάσματα πάλε παράσταιναν τον Ιουστινιανό με τη Θεοδώρα.