United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βαφιάς βλέποντάς τον αποφασισμένον διά να στεφανωθή την θυγατέρα του, και βεβαιωμένος ότι τινάς διά περιδιάβασίν του τον έκαμε διά να λάβη κλίσιν με αυτήν, είπε με τον εαυτόν του. Κάμνει χρεία να του ειπώ πως προίκα καμμιάς λογής δεν έχω να της δώσω, και με τούτο θέλει τραβηχθή να μη μου μιλήση άλλο.

Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχον φέρει οπίσω εις την πόλιν, δεν κατώκησε πλέον εις την πατρώαν οικίαν, την οποίαν είχον γράψει ως προίκα εις το συμβόλαιον, κ' εν αυτή θα εγίνοντο αι εορταί και τα δείπνα του γάμου. Προς ανατολάς ταύτης ήτο μικρά πλατεία, και πέραν της πλατείας ήσαν άλλαι οικίαι.

Και όμως η θειά-Αρετώ δεν ήτο στρίγλα· και όμως, αφού επί δέκα έτη της έδιδεν ευχάς και συμβουλάς, αρχίζουσα πάντοτε από την φράσιν αυτήν: «Ζήσης, χρονίσης, θυγατέρα», την ημέραν καθ' ην έγεινε νύμφη εκείνη, οργισθείσα η μήτηρ από περισσάς ίσως απαιτήσεις του γαμβρού, ως προς την προίκα, από διφορουμένην ίσως και παθητικήν στάσιν της κόρης, τις οίδεν, από τι τέλος, της είπεν, εις τον θυμόν της επάνω «να μη χρονίσηΚαι πράγματι δεν εχρόνισε.

Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της! — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.

Ο Κώστας όμως, ως άνδρας, τάλλα παιδιά είνε κορίτσια, δεικνύει ζωηράς τάσεις αποσκιρτήσεως, και ενώ η οικογένειά του επιμένει να τον νυμφεύση με μίαν Ρωσσίδα πριγκήπισαν, της οποίας η προίκα θα τους έσωζεν, εκείνος δεν διστάζει να στεφανωθή κρυφά την Μαρίαν Μύρτου, που προς στιγμήν ενόμισεν ότι την αγαπά αληθινά.

Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα.

Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και μονοσύλλαβον· Και εξήλθε της αιθούσης. — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη! — Δικός σας είνε ο πρώτος; — Σας συγχαίρομεν! — Και εις άλλα! — Σταθήτε δα! — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.

ΜΗΤ. Μόνον αυτός δεν ευρήκε τρόπον να παίρνη από τον πατέρα του; Δεν μπορούσε να μεταχειρισθή ένα δόλον για ν' απατήση το γέρο και δεν φοβερίζει τη μάνα του ότι αν δεν του δώση θα πάη ναύτης και θα φύγη, αλλά κάθεται εδώ και μας βασανίζει και ούτε αυτός δίδει τίποτε, ούτε από κείνους που μας δίδουν μας αφήνει να παίρνωμεν; Αλλά νομίζεις, κόρη μου, ότι θα είσαι πάντα δεκαοκτώ ετών ή υποθέτεις ότι ο Χαιρέας θα έχη τα ίδια αισθήματα όταν θα γείνη πλούσιος και η μητέρα του θα τούβρη καμμιά νύφη με προίκα μεγάλη; Νομίζεις ότι θα θυμάται ακόμη τα δάκρυα ή τα φιλιά και τους όρκους, όταν θα έχη απέναντι του μιαν προίκα από πέντε τάλαντα;

ΛΗΡ Ψεγαδιασμένη, έρημη και αποκηρυγμένη, με προίκα την κατάραν μου, αντί μ' ευχήν μ' οργήν μου, εάν την θέλης πάρε την· αν όχι, άφησέ την. ΒΟΥΡ. Αυθέντα μου, συμπάθησε, αλλά μ' αυτούς τους όρους μ' αλλάζεις την απόφασιν. ΛΗΡ Λοιπόν παραίτησέ την, διότι, μα τον Πλάστην μου, άλλην δεν έχει προίκα.

ΕΡΜΙΟΝΗ Τα πλούσια χρυσά στολίσματα της κεφαλής και τους κεντημένους πέπλους, δεν έλαβα ούτε από τον Αχιλλέα ούτε από τον Πηλέα, αλλά τους είχα προίκα αφ' ότου έφθασα εδώ από το σπίτι μου, από την Λακωνικήν γην της Σπάρτης, γιατί μου τα είχε χαρίση ο πατέρας μου ο Μενέλαος μαζί με άλλην προίκα, γι' αυτό έχω το δικαίωμα να είμαι ελευθερόστομος. Σε σας λοιπόν αυτά τα λόγια λέγω.