United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσο οι Έλληνες, που δεν κατάφεραν, για τους λόγους που αναφέραμε, να πάρουν την Πόλη και να ξανακάνουν το Ανατολικό τους κράτος, όμως κατώρθωσαν να πλάσουν, με τη βοήθεια της Ευρώπης, που τους συμπάθησε για τον αγώνα τους, ένα μικρούτσικο κράτος σ' έναν τόπο που κατοικούσαν πυκνά ελληνικής φυλής άνθρωποι.

Με εκδικείσαι, φίλε, δι' αυτό που σου είπα πρωτήτερα, αλλά δεν το είπα με κακόν σκοπόν. Αφού είνε έτσι, συμπάθησέ με. — Όχι δα, δεν ξεύρω, είπεν ο Γύφτος. — Και πάλιν, αφού δεν θέλεις, δεν ειμπορώ να σε βιάσω. Αν θέλης τα ξαναλέμε. Ο Γύφτος δεν απήντησε δι' ενάρθρου φθόγγου, αλλ' ηκούσθη μόνον έν πεπνιγμένον &Χμου&, εξελθόν εκ του στόματός του. Συγχρόνως δε ηγέρθη. — Πάμε τώρα, είπε.

Όταν πρωτόειδε ο Χαγάνος πως του πατάει το χτήμα ρίχτηκε να τον πετσοκόψη. Μα εκείνος με τις μαγλειφιές του τον καταπράυνε. Και τώρα; όχι μοναχά τον συμπάθησε μα του παραχώρησε κι άλλο να καλλιεργήση. Κολλήγα του τον έκαμε. Μερδικό θέλει, κι ας γίνη ό,τι γίνη. Για ιδές. Ο Αριστόδημος στύλωσε τα μάτια του κατά το χτήμα του Χαγάνου.

Αν είναι &τίποτε&, δεν θα χρειασθώ τα υαλιά μου. ΕΔΜ. Συμπάθησέ με, αυθέντα μου, σε παρακαλώ. Είναι γράμμα του αδελφού μου. Δεν το εκαλοδιάβασα ακόμη, αλλά από ό,τι είδα, βλέπω ότι δεν είναι διά τα 'μάτια σου. ΓΛΟΣΤ. Δος μου το γράμμα, σου λέγω. ΕΔΜ. Θα κάμω άσχημα και αν σου το δώσω, και αν δεν σου το δώσω. Τα περιεχόμενά του, όσον ημπόρεσα να τα εννοήσω, είναι αξιοκατάκριτα.

ΛΗΡ Ψεγαδιασμένη, έρημη και αποκηρυγμένη, με προίκα την κατάραν μου, αντί μ' ευχήν μ' οργήν μου, εάν την θέλης πάρε την· αν όχι, άφησέ την. ΒΟΥΡ. Αυθέντα μου, συμπάθησε, αλλά μ' αυτούς τους όρους μ' αλλάζεις την απόφασιν. ΛΗΡ Λοιπόν παραίτησέ την, διότι, μα τον Πλάστην μου, άλλην δεν έχει προίκα.

Οι επομένοι στίχοι, οι μόνοι διασωθέντες έκ τινος δημοτικού άσματος, μαρτυρούσι περί τούτων. Λυπηρόν δε είναι ότι δεν διεφυλάχθη ακεραία η διήγησις. Ο Μίρτζας εξεκίνησε κατά το Γαλαξείδι Πιάνει και γράφει μια γραφή, πικρή φαρμακεμμένη: « Σε σέ μώρ' Αστρατόγιαννε, ναρθής να φιληθούμε » Και μη γυρεύεις πόλεμο και μη ζητείς τουφέκι, » Συμπάθησέ με....

Συμπάθησέ με, Ελπίδα, συμπάθησέ με· είπε με θλιμμένη φωνή. Δεν ήθελα να δείξω άλλο από το θαυμασμό μου. Το θαυμασμό μου σε σένα και στο έργο σου. Έλα, κάτσε κοντά μου κ' έχω κάτι να σου μιλήσω ακόμα. Έλα, να ζήσης ... — Τι θες ; είπεν η κόρη πισωγυρίζοντας. — Πες μου σε παρακαλώ. Μα θα μου ειπής την αλήθεια; — Γιατί όχι; Εγώ ψέματα δεν έμαθα. Η αλήθεια είνε το μοναχό στολίδι μου.

Πάρε τα χαιρετίσματα, κρέμασε τα φυλακτό στο λαιμό σου, συχώρα τον και συμπάθησέ με. Ο ξένος έδωκε το φυλακτό, ένα μικρό μεταξωτό χαϊμαλί, και τράβηξε το δρόμο του με σκυμμένο κεφάλι. Η Παυλίνα το πήρε στα μικρά, παχουλά της χεράκια κ' έτρεξε βιαστικά στον αγαπημένο της, παίζοντας με το μικρό θυμητικό.

Και τότε πώς θα της φανή; Θα την ξιππάσω άδικα. Θα λέγη, τι να με θέλη ο Μάχτος, τι έχει να μου πη; Διατί να της προξενήσω αυτήν την ανησυχίαν; Δεν είνε καλλίτερον να εμπώ εις τον κήπον, να την χαιρετίσω και να της πω· Αδελφή μου Αϊμά, συμπάθησέ με, παύσε μίαν στιγμήν την εργασίαν σου, έχω να σου πω κάτι; Να παύση την εργασίαν της; Και πώς ειμπορώ εγώ να της πω να παύση την εργασίαν της, ποίον δικαίωμα έχω; Δεν θα της φανή βάρβαρον αυτό; Δικαίως θα κακιώση, και θα με νομίση χωριάτην, θα ειπή μέσα της, ο Μάχτος δεν ξεύρει πώς να φέρεται, κρίμα!

Αλλά, συμπάθησέ με, σου πρέπει μάλλον μάλλωμα, ότι σου λείπει γνώσις ή έπαινος, αν φέρεσαι με γλύκαν που σε βλάπτει. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εγώ δεν βλέπω έως πού το 'μάτι σου πηγαίνει. Αλλ' όταν τα καλλίτερα κανείς πολυγυρεύη και ό,τι στέκεται καλά συχνά το καταστρέφει. ΓΟΝΕΡ. Τότε λοιπόν... Δ0ΥΞ ΑΛΒ. Καλά, καλά. Τα τέλη να ιδούμεν. Εξέρχονται. Αυλή έμπροσθεν του αυτού μεγάρου.