United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε; Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και θέλουν ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες.

Με την αμφιλύκην της εσπέρας είχεν ιδεί ο Πάπος, πέραν εκεί, ανοικτά, εις το πέλαγος, ένα πράγμα ωσάν φελλόν, ωσάν κέλυφος καρυδίου, να παραδαίρνη και να κατέρχεται εις τον αφρόν των κυμάτων. Λευκόν ιστίον όχι, αλλά μαύρον πράγμα, ως μίαν κηλίδα. Ύστερον επυκνώθη η αμφιλύκη και έγεινε νυξ.

Τούτο δε διότι ήτο γνωστότατον ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη ποικίλα επαγγέλματα.

Η θεια-Συνοδιά είχεν ιδεί μίαν νύκτα τρομακτικόν όνειρον, το οποίον θα ήτο σωστή οπτασία, αν δεν το είχεν από πριν εις το νουν της.

Ο άλλος εδοκίμασε ν' αποσπάση από τον εργαλειόν το αντίον, το μέγα κυλινδροειδές ξύλον, περί το οποίον τυλίγεται το νεοΰφαντον πανίον· ίσως δεν είχεν ιδεί παρόμοιον πράγμα εις την ζωήν του κ' εφαντάζετο ότι και αυτό ίσως θα ήτο καλόν διά να χρησιμεύση ως όπλον. Η Αμέρσα, ιδούσα, αφήκε κραυγήν πεπνιγμένην.

Βαρυνθέντες την εντός του πλοίου στενοχωρίαν απέβημεν και ημείς, όπως λάβωμεν την ευχαρίστησιν να πατήσωμεν ξηράν. Δεν τον είχα ποτέ ιδεί τοσούτον καταβεβλημένον. Εφαίνετο πάσχων, αλλά δεν παρεπονείτο. Εκράτει μόνον την κεφαλήν με την χείρα και οι οφθαλμοί του ήσαν βαρείς. Ήμεθα μόνοι εκεί, αλλ' εβλέπομεν παρέκει επί της ακτής των κατοίκων την κίνησιν.

Το ριπίζω κυρίως διασκορπίζω, αλλά και εν χρήσει προς δήλωσιν ορμητικής φυγής. Τον είχα ιδεί που εμούδιασε» σ. 98. Εμούδιασε ενταύθα σημαίνει μεταφορικώς νάρκην ηθικήν. Αν πέσω θυμηθήτε, — Τάρματα, το κεφάλι μου. σ. 98. Θέλω λάβει αφορμήν εν τοις επομένοις να είπω τινα σχετιζόμενα προς τας ιδέας των αρματωλών όταν επρόκειτο περί προφυλάξεως της κεφαλής αυτών από των εχθρικών ύβρεων.

Δεν γελιέσαι, της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία είνε και έτσι πρέπει να με στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, εσύ με ήθελες ιδεί με τα γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι φαλακρόν· μα το έκρινα εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν είμαι με μορφήν νέαν, παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην την μορφήν καθώς με βλέπεις.

Αχ πόσον μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας.

Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.