Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του θαυμασμού εφώναξα.
Ενώ επερίμενα κρατών τους όνους, βλέπω πλησιάζοντα Τούρκον ωπλισμένον από κεφαλής μέχρι ποδών. Δεν είχα ίδει εκ του πλησίον Τούρκον, αφ' ης ημέρας εγκαταλείψαμε την εν Χίω οικίαν μας, ούτε μακρόθεν, ύστερον από τους τέσσαρας εκείνους των οποίων οι τουφεκισμοί συνόδευαν την εκ της νήσου φυγήν μας.
Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον.
Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα.
Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου; — Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους δειλούς. Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω. — Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου!
Τέλος πάντων βλέποντας που καμμίαν παρηγορίαν δεν ελάμβανε, της είπε· μη θλίβεσαι πλέον, αγαπημένη μου Ζεμπρούδα, ότι εστοχάσθηκα μ' ένα σεκρέτον που έχω, να κάμω το αηδόνι, ότι κάθε ταχινήν να έρχεται να σε διασκεδάζη διά μίαν φοράν μόνον, και αύριον το ταχύ θέλεις ιδεί την δοκιμήν.
Γιάννη! . . . Συγχρόνως συνησθάνθη ότι σχεδόν επροδίδετο, καθότι η γυνή ρητώς δεν της είχεν ειπεί ότι ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία τον είχεν ιδεί, και αν της το είπε τις, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπεν. Όθεν επέφερε·
Τόσον φθάνει, εξαναείπεν η Κεριστάνη, εγώ αναπαύομαι επάνω εις τον όρκον σου, ελπίζοντας ότι κάθε λογής πράγμα, που εγώ είμαι διά να κάμω εμπρός εις τα μάτια σου, να φυλάξης σιωπήν, και να μη μιλήσης τίποτε επειδή και οι εξωτικοί δεν κάνουν κανένα πράγμα χωρίς στοχασμόν· και ανίσως καμμίαν φοράν θέλεις με ιδεί να κάμω πράγμα, που να σου φανή αστόχαστον, πες με τον εαυτόν σου, αυτή δεν εργάζεται με τέτοιον τρόπον χωρίς δικαιολόγημα.
Ο πύργος, απάνω στον ψηλό λόφο, ήτανε σα σκιάχτρο. Κανένας δε ζύγωνε κοντά του. Και κανένας δεν είχε ιδεί ποτέ τον γέρο — φιλόσοφο που καθότανε ολομόναχος ανάμεσα στα παλιά βιβλία, στις ξεραμένες σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Λέγανε μόνο πως ο γέρο — φιλόσοφος δεν είχε ιδεί ποτέ του τον κόσμο, δεν αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν είχε γνωρίσει την αγάπη.
Ευρισκόμενος δε εις απορίαν, επενόησεν άλλο στρατήγημα· εκρέμασεν εις τον τοίχον το σώμα του κλέπτου, και θέσας περί αυτό φύλακας, τους διέταξε να συλλάβωσι και φέρωσιν ενώπιόν του οποιονδήποτε ήθελον ιδεί να κλαύση ή να στενάξη επί τω θεάματι εκείνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν