Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
— Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί... Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του. — Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις.
Δεν ήτο αρκετόν ότι του το έλεγεν η Ζερβουδοπούλα δεκάκις της ημέρας, αλλ' έπρεπε να του το επαναλαμβάνουν και οι άλλοι, ακόμη δε και τα παιδιά από τα δώματα; Επρόφερε μίαν βλασφημίαν και απεμακρύνθη, αλλ' η φωνή των παιδίων τον κατεδίωκε: — Δε σε θέλει! δε σε θέλει! — Δε με θέλει, εμουρμούρισεν ο Μανώλης λυσσών. Κατέχω το πως δε με θέλει· μα εγώ θα τήνε κάμω να με θέλη. Μόνο γεια!
Τότε ο νεκρός, με μίαν κίνησιν η οποία δεν είχε τίποτε το αντανακλαστικόν, εσηκώθη από το τραπέζι, έκαμε μερικά βήματα εις το μέσον του δωματίου, παρετήρησε μελαγχολικώς γύρω του επί τινα δευτερόλεπτα και τέλος ωμίλησεν. Ό,τι είπεν ήτο ανόητον, αλλ' επρόφερε λέξεις, και η άρθρωσις ήτο ακριβής. Αφού ωμίλησεν, έπεσε και πάλιν εις το έδαφος.
Ευθύς που αυτή επρόφερε τα τοιαύτα λόγια εσηκώθη ο νέος βασιλεύς σώος και αβλαβής ως ήτο πρότερον. Τότε του λέγει η μάγισσα· φεύγε μακράν απ' εδώ και μη γυρίσης πλέον, διότι είναι ο θάνατός σου. Και αυτός εξ ανάγκης ανεχώρησεν εις τόπον παράμερον, όπου επρόσμενε το αποβησόμενον με το μέσον του βασιλέως.
Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας. Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον: — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε.
— Από την ημέρα που με 'δε με το μαλακό, του 'δώκαν οι δαιμόνοι! είπεν η Μαργή, σπογγίζουσα τα δάκρυα με το άκρον της ποδιάς της. Παλλομένη δε σύσσωμος από αγανάκτησιν επρόφερε φοβερά απειλήν: — Ας μου ξαναμιλήση, κιά δε πιάσω πέτρα να του σπάσω την κεφαλή του, να μη με πούνε Μαρία παρά Φατουμέ! Καλό.
Το βύθος του εξηκολούθει, είχε κλειστούς τους οφθαλμούς, τα χείλη ημιανοικτά, και ανέπνεε βαρέως. Τότε πρώτον είδα την αγωνίαν του θανάτου, τότε πρώτον, ο δε αποθνήσκων ήτο ο πατήρ μου, ο πατήρ τον οποίον ηγάπων ! Η μήτηρ μου κρατούσα την χείρα μου δεν επρόφερε λέξιν, αγωνιζομένη να κυριεύση την λύπην της.
Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας: — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά; Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν: — Ναι! Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.
Τότε εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε πέσει.
Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της. — Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος. Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν. — Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν