Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Μα και κάτι άλλο μας φανερώνουν οι επιστολές εκείνες· την τρομαχτική κακοήθεια, την ηθική παραλυσία που βασίλευε στη ρωμαϊσμένη την Κόρινθο. Κι ως τόσο σαν πατέρας ο Παύλος τους έγραφε και τους καθοδήγευε· «Τι θέλετε», τους ρωτούσε· «να σας έρθω με το ραβδί, ή με αγάπη και με πραοσύνητέτοια τρυφερή συμπάθεια, τέτοια μακροθυμία την είχε ο μεγάλος του νους.

Κάθε μέρα κατεβαίνει από τη σπηλιά του και στέκεται σε μια από της πύλες της Πολιτείας. Κανείς δεν μπορεί να μπη, κανείς να βγη, αν δε δώσουν, πρώτα, στο δράκοντα μια τρυφερή κόρη. Κι' όταν την πάρη στα νύχια του την καταπίνει σε λιγώτερη ώρα απ' όση χρειάζεται κανείς για να πη τον πάτερ ημών.

Ω! λιγάκι ελαφρότερον αίμα θα με έκαμνε τον πλέον ευτυχή υπό τον ήλιον. Τι! εκεί, όπου άλλοι με την ολίγη δύναμή τους και ευφυία καμαρώνουν μπροστά μου με τρυφερή αυταρέσκεια, απελπίζομαι εγώ περί της δυνάμεώς μου, περί των προτερημάτων μου! Καλέ Θεέ, που μου έδωκες το παν, διατί δεν εκράτησες το ήμισυ, και δεν μου έδωκες πεποίθησιν εις τον εαυτόν μου και αυτάρκειαν; Υπομονή!

Αυτό με γλυτώνει και δε βουλιάζω, δεν πνίγουμαι· μόνο δυναμώνω κι ανεβαίνω στα κύματα, και βλέπω ήλιο και φως και χαρά, χαρά για λόγου σου, που θα το καμαρώνης αυτό το στολίδι μας. Αν είχαμε την καλή την τύχη να ζουν οι γονιοί σου, θα είτανε μεγαλείτερη η παρηγοριά μας. Μα δε μας είτανε γραμμένο αυτό το καλό, ίσως για να μας φανερώση πιο καλλίτερα ο Θεός την τρυφερή σου αγάπη. Κράλ.

Κ' ήτανε κάποιος γείτονας, ζευγολάτης δικού του χωραφιού, που τον ελέγανε Χρώμη και περασμένος στα χρόνια. Αυτός είχε γυναικούλα φερμένη από την πολιτεία νέα κι όμορφη και πιο τρυφερή από χωριάτισσα· την ελέγανε Λυκαίνιο.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.

Της λέγει ο βεζύρης· ο σκοπός σου είνε δύσκολος και αθεράπευτος, και εσύ μία τρυφερή κόρη πώς θέλεις κατορθώσει ένα τέτοιον έργον;

Η Γκριζέντα ακούμπησε τον κουβά στο κάθισμα και έπεσε επάνω στο μωρό που της χαμογελούσε από το στρώμα κουνώντας τα ποδαράκια του στον αέρα και προσπαθώντας να τα πιάσει με βρώμικα χεράκια του. Του φίλησε τον ποπό, βυθίζοντας τα χείλη της στην τρυφερή σάρκα στα σημεία όπου οι αυλακιές σχημάτιζαν ροζ και βιολετί γραμμές.

Που γλυκοφέγγουν η κορφαίς, μαυρολογούν οι λόγγοι, Που το φεγγάρι χάνεται, που αχνίζουνε τ' αστέρια, Κι' ο λαμπερός ο Αυγερινός μονάχα τρεμουλιάζει, Που πέφτει τ' ουρανού η δροσιά και λούζει τα λουλούδια, Που ανοίγουν τα τριαντάφυλλα κ' η δάφναις ανασαίνουν, Κ' η ανθισμένη αγράπελη από το βράχο σκύβει Να ιδή 'ςτο ρέμμα τ' αυλακιού την τρυφερή ωμορφιά της.

Ο Καλόγερος τα έχασε — «Μεθυσμένος είνεεμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν