United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πράγματι μετά ένα τέταρτον της ώρας η Τήνος εσκεπάσθη από γιγάντεια μεγαλοπρεπή λευκόφαια σύννεφα φαινόμενα ακίνητα εις τον οφθαλμόν, σαν απολιθωμένοι, όγκοι στρογγυλόσχημοι. Συγχρόνως δε, αεράκι, αδύνατο στας αρχάς, ανά πάσαν δε στιγμήν ισχυρότερα πνέον, συνετάραξε το κοιμώμενον στοιχείον, τον προ ολίγων μόλις λεπτών ομαλώτατον και λείον καθρέπτην . . .

Μα, μωρέ παιδί μου, δεν τήνε λυπάσαι που 'γίνηκε η άμοιρη πετσί και κόκαλο από την αγάπη που σούχει; — Δε λυπούμαι κιανένα! Όταν όμως μετά τινας ημέρας την είδε τυχαίως εις την βρύσιν, δεν ηδυνήθη να μείνη ανάλγητος και κάτι τι ως τύψις συνετάραξε την ψυχήν του. Η καϋμένη η Πηγή ήτο τωόντι αξιολύπητος. Από την άλλοτε δροσεράν, εύθυμον και πλήρη ζωής κόρην έμενε μόνον μία μελαγχολική σκιά.

Για να ξαναπή τη θαυμασία τους ιστορία: το μάγευμά τους, της χαρές τους, τους πόνους τους και το θάνατό τους, έτσι όπως εβγήκε από τα βάθη του Κελτικού ονείρου και εγοήτευσε και συνετάραξε την ψυχή των Γάλλων του δωδεκάτου αιώνος, εχρειάσθη να αναπαραστήση, με την δύναμη μιας φαντασίας συμπαθητικής και μιας υπομονητικής σπουδής, την ίδια εκείνη την ψυχή, την ώρα που μόλις έβγαινε από την ομίχλη, και που η συγκινήσεις αυτές της ήτανε όλως διόλου καινούργιες.

Αλλ’ όταν είδον την στυγνήν της Οθωμανίδος μορφήν, την τεταραγμένην της μητρός μου όψιν, όταν είδον ότι κεκρυμμενον τι δυστύχημα τους έκαμνε να μη προσέχωσι καν εις τους τραυλισμούς του Εφέντου, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις συνετάραξε την καρδίαν μου! Προφανώς συνέβαινε κάτι τι πολύ θλιβερώτερον της μέθης του Εφέντου.

Διότι ακριβώς μου φαίνεται, φίλε μου, ότι η ψυχή έχει κάποιαν δύναμιν μαντικήν διότι και, όταν προ μικρού σου έλεγον τον λόγον, με συνετάραξε κάπως και υπώπτευον μήπως, όπως λέγει ο Ίβυκος, αμαρτήσω κατά τι εις τους θεούς με εκείνο όπερ θα μου δώση τιμήν από τους ανθρώπους· τώρα δε αισθάνομαι το αμάρτημά μου. Φαίδρος Λέγε το λοιπόν ποίον είναι;

Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου! Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν. — Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί της και εχασκογελούσεν.