United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών. Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βώλον και το εξηργύρωσεν. Ήτο περίπου διά πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βώλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.

Δεν ήτο πρώτη φορά κατά την οποίαν απεμακρύνετο ούτω της οικίας ο Στάθης· αλλά τόρα η ψυχή της είχε διεγερθή ολόκληρος υπό συλλογισμών επιφόβων και όλα τα εξελάμβανεν ως επίτηδες εναντίον αυτής διενεργούμενα. Ο Στάθης άφινεν αυτήν μόνην και απροστάτευτον επί μίαν ολόκληρον ημέραν.

Να μ' δώσης εμένα τη μια γίδα, την Ψαρή, κη να μει καλ'μάρετε κάτ', να κατηβώ, να τσ' ανεβάσω. — Την Ψαρή, εγώ την έταξα στην Παναγία, απήντησεν ο Στάθης. — Ο Αγκούτσας έδειξεν ότι δεν ενόει. — Την έταξα ασημένια, προσέθηκεν ο Στάθης. Η Ψαρή εμένα μ' χρειάζεται. Ό Αγκούτσας έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς σύννους. — Ας είνε, μ' δίνεις, τη Στέρφα . . . Καλή είνε και ή Στέρφα.

Να σταθής εις την αποβάθραν, να τους εξετάζης ένα ένα και να τους παραλαμβάνης αφού τους αναγκάζεις να εισέρχωνται γυμνοί. ΕΡΜ. Καλά λέγεις και αυτό θα πράξω. —Συ ο πρώτος ποίος είσαι; ΜΕΝ. Είμαι ο Μένιππος εγώ. Ιδού η σακκούλα μου, ω Ερμή, και η βακτηρία ερρίφθησαν εις την λίμνην• την κάπα μου ούτε καν την έφερα και έκαμα καλά.

Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση και εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους.

Και η πεντάμορφη η Λενιώ ήτανε κόρη της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυραΣτάθαινας. Τώρα το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, το πήραν οι μούτσοι του καπετάνΣτάθη. Ο καπετάνΣτάθης ο κουρσάρος πάει σύξυλος στα κύματα της Μπαρμπαριάς. Και η πεντάμορφη η Λενιώ χάθηκε από τον πόνο της αγάπηςμια φορά κ' έναν καιρό.

Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.

Ο Στάθης έλαβε την άλλην άκρην, έκαμε θηλειάν, κ' εδέθη μοναχός του από τας μασχάλας.

Αλλά της Μονεβασώς δεν το εχώρει ο νους της, να γείνη ο γάμος του υιού της και να μην παρευρεθή διά να δώση την ευχή της. Ευτυχώς αύτη ήτον καλλίτερα κ' εσηκώθη εις ολίγας ημέρας. Αλλ' ενώ εγίνοντο αι ετοιμασίαι του γάμου και είχον κατεβάσει τον άρρωστον από την εξοχήν του Αγίου Χαραλάμπους, εις την πολίχνην, ο γαμβρός και ο Στάθης διεφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προικός.

Αν έχης όρεξη να σταθής και να κοιτάξης πίσωθέ σου καθώς ζυγώνεις τον Ομαλό, θαγναντέψης το πέλαγο, τακρωτήρι, τον ΚάβοΣπάδαόλα ξετυλίγουνται στα μακριά σα "ζουγραφισμένα„, που λέει ο κόσμος. Στον Ομαλό απάνω ανταμώσαμε και τον αρχηγό το Χατζημιχάλη μέσα στα βουνήσια φωλιάσματά του. Τώρα χτίζει έναν πύργο εκεί, να πηγαίνη, λέει, ο κόσμος και να πέρνη αγέρι.