Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Ενύκτωσε κ' εκαθόμουν έξωθεν του μαγαζείου του αγαπητού νεαρού φίλου μου του Κωστή του Τσαμασφόρου, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος. Ο Κωστάκης μου έφερε ποτήριον ρακίου να με κεράση και μου είπε· — Δεν πήγες, μπάρμπ’-Αλέξανδρε, στην Παναγία την Κεχριά; Εγώ θα πάω. — Τώρα που νύκτωσε; Τι λες! — Έχει φεγγαράκι. Έπια, κ' εισήλθεν εις το μαγαζί του κρατών τον δίσκον.
Σαν ενύκτωσε και δεν ήκουε πλέον φωνάς, ούτε πατήματα έξωθεν της θύρας του, απετόλμησε να εξέλθη. Η κυρά Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παρεμόνευε, τον σταματά και του λέγει: — Αύριο, το δίχως άλλο, να βρης κάμερα, να κουβαλιστής!... Ας μην ετελείωσε κι' ο μήνας! ...καλλίτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για της μέρες του μηνός που μένουνε.
Έρριψε και τεμάχιον ξηρού άρτου, έλαβε και μάλλινόν τι χράμιον, ακόμη δε και τον μικρόν φανόν, διότι ενύκτωσε πλέον, και ανεχώρησε καληνυκτίσασα την κόρην της, ήτις ανελύθη πλέον εις λυγμούς, κουβαριασμένη ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν.
Ως τόσον ενύκτωσε και τότε απεφάσισα να ξενυκτήσω εις εκείνην την κάμαραν, όπου ήτον η λαμπάδες αναμμένες, η οποία ήτον όλη στρωμένη με εύμορφους τάπητας και πολύτιμα μαξιλάρια· και ακούμπησα εις μίαν μαξιλάραν, έστεκα όμως με πολύν φόβον και ούτε ηδυνάμην να αποκοιμηθω.
Όταν ενύκτωσε, επήγεν ο Βασιλεύς εις την κλίνην του μαζί με την βασίλισσαν Χαλιμάν διά να αναπαυθούν.
Εις τον κήπον έως το βράδυ τα ζωηρά κοριτσάκια διεσκέδασαν λαμπρά, έπαιξαν κρυφτό, κυνηγητό, εκουνήσθησαν εις την μεγάλην κούνια κάτω από την κληματαριά. Όταν ενύκτωσε πλέον και ευρέθη μόνη η Ανθούλα ήτο κατακουρασμένη από τα πολλά παιγνίδια. — Πήγαινε να κοιμηθής, της είπεν η γιαγιά μετά το δείπνον^ ξημερώνει αύριον Δευτέρα και πρέπει να είσαι με την ώρα σου εις το σχολείο.
Αντί όλου του έξω κόσμου, τον οποίον είχα ιδικόν μου, μου έφεραν εδώ αυτό το χορτάρι και σε μαζή! Αχ, μ' ενθυμίζεις τι έχασα! Κάθε σου φύλλον μου είναι έν άνθος, και κάθε χόρτον μου είναι έν δένδρον. — Ας ημπορούσα να την παρηγορήσω, έλεγε μέσα του το χαμόμηλον. Εν τούτοις ενύκτωσε, και δεν ήλθε κανείς να ποτίση το φυλακισμένον πουλάκι.
Ως τόσον ενύκτωσε και το άλογόν μου εκινδύνευε να ψοφήση από την πληγήν και τον κόπον και στοχαζόμενος να φυλάξω την ζωήν μου έφυγα πεζός μέσα εις το δάσος αρκετόν διάστημα διά νυκτός με το φως των αστέρων. Αλλ' όταν κουράσθην μη δυνάμενος πλέον να περιπατήσω, εστοχάσθηκα να αναπαυθώ ολίγον, αλλ' επειδή εφοβούμουν τα θηρία ανέβηκα επάνω εις ένα δένδρον και εκεί εξενύκτησα.
Η πόλις ήτο μακράν, ο δε δρόμος επερνούσε από έν σκοτεινόν δάσος, και ο καιρός εχάλασεν ενώ επήγαινεν, ώστε έχασε τον δρόμον του ο μικρός Κλώσος, και έως να τον εύρη πάλιν, ενύκτωσε, και δεν επρόφθαινε πλέον ούτε εις την πόλιν να υπάγη, ούτε εις το χωρίον να επιστρέψη. Εκεί, κοντά εις τον δρόμον του παρετήρησε και είδε την κατοικίαν ενός γεωργού.
Όταν δε ενύκτωσε, διά να μη βλέπουν οι άνθρωποι, μήτηρ και θυγάτηρ, βαστάζουσαι εντός κυλιμίου την πανάτυχον Δεσποινιώ, εκόμισαν αυτήν εις την οικίαν των εν τω χωρίω, ως να εκόμισαν νεκρόν, υπό τας συγκινούσας αναφωνήσεις της θειά-Ζωίτσας, ήτις εθρήνει, ως να εθρήνει νεκρόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν