Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Αλλ' αίφνης οι βραχίονές του εξετάθησαν περισσότερον, όλον το σώμα του κατέπεσεν, η κεφαλή του έκλινεν επί του στήθους και απέθανεν. Εις το δάσος των σταυρών, οι μάρτυρες, οι ασθενέστεροι, απεκοιμώντο ο είς μετά τον άλλον τον ύπνον της αιωνιότητος. Από τινος καιρού ο Βινίκιος διήρχετο τας νύκτας του εκτός της οικίας του και δεν εσκέπτετο πλέον ειμή πώς να ίδη την Λίγειαν και εν τη φυλακή ακόμη.
Εις την θέαν του ειδώλου της και του ιερού πυρός, αι τρίχες του ανωρθώθησαν αιφνιδίως, όλα τα μέλη του παρέλυσαν και κατέπεσεν εις τους βραχίονας του Βινικίου, όστις κατά τύχην ίστατο όπισθέν του. Τον μετέφερον αμέσως έξω του ναού, και επανήλθεν εις το Παλατίνον, όπου έμεινε κλινήρης δι' όλης της ημέρας.
Κ' εφ' όσον απεμακρύνετο ο βλάχος, το τραγούδι ήχει εις την λαγκαδιά, γλυκύτερον και περιπαθές όσον η ποίησις και η αφέλειά του. Ο Δημήτρης, ο οποίος ήλπισεν επί στιγμήν ότι ο βλάχος θα διήρχετο πλησίον του και θα τον εβοήθει, ήδη ότε τον ήκουεν απομακρυνόμενον, κατέπεσεν εις εντελή απελπισίαν. — Εδώ θα χαθώ! εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν μετά πικρίας.
Εις την μάχην αυτήν προσβαλόντες οι ιππείς το ευώνυμον κέρας των Αθηναίων, πού ήτο απέναντί των, το έτρεψαν εις φυγήν· παρασυρθέν υπό του κινήματος τούτου το επίλοιπον στράτευμα ενικήθη υπό των Συρακουσίων και κατέπεσεν εις τα τειχίσματα.
— Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων, προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του. — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του παιδός. Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.
Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής. — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη. — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της. — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.
Είχεν ακούσει προσέτι από τον πατέρα της η χήρα η Αλτανού ότι ο προπάππος της, γέρων 70 ετών, παλαιός ναύτης και αυτός, εξελθών, ένα βράδυ, από τον εσπερινόν — Ιούλιος μήνας — και θελήσας να πλύνη τους πόδας του, κάτω εις τον αιγιαλόν τον δροσερόν και καθαρόν πάντοτε, ωλίσθησεν αίφνης και κατέπεσεν, ο γέρων, πρηνής προς τα ένδον, εις τάπατα, και παρευθύς απερροφήθη, γενόμενος άφαντος.
Αλλ' ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.
Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίας!» εις την ερώτησιν της συζύγου του: — «Πόσας;» — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν