Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Α! έτσι όπως συ το λες, Θεός να με φυλάξη!. . . ποτέ δεν τώχω πράξη!. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λοιπόν πώς το σκασες πρωί, και πού μου είχες πάη μαζύ με το μανδύα μου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγώ;. . . κοιλοπονάει μια φίλη και συντρόφισσα κ' επήγα εκεί για λίγο. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και πώς δεν ρώτησες εμέ, και να μου πης «θα φύγω»; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μπα, σε καλό σου, άνδρα μου!

Αίφνης ενθυμήθη τον Δημήτρην, ενθυμήθη τα εν τη αγορά διαθρυλούμενα και αφήσας κατά γης τα οψώνια κατηυθύνθη εις το κτήμα του, κατατρομασμένος. — Εσύ, Δημήτρη, να σχολάσης· είπε σοβαρώς εις τον εργάτην, μόλις έφθασεν εκεί. — Γιατί, αφεντικό; — Έτσι, δε θέλω να μου κάμης δουλειά· αφωρεσμένους ανθρώπους δε θέλωτο κτήμα μου. . . δεν τώχω για ξέραμα!. . .

Και τι θαρρείς; Είνετο χέρι μας; Αυτά είνε του Θεού. Όποιος πιστεύει εις τον Θεόν, αυτός ελπίζει. Ποτέ μου, γειτόνισσα, δεν απελπίσθηκα. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς θα τα οικονομήση. Σώπα, γιατί τώχω σε κακό μου να μου κόπτουν την ελπίδα. Όποιος κόπτει την ελπίδα από τον άλλον, του κόπτει την ζωήν. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. — Αμ' δεν είνε του Θεού!

Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί• για ιδές ταγάλματά τους στα χέρια• σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους, στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε, όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε. Α' ΑΝΗΡ Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα να προετοιμασθώ κ' εγώ• και μη μου τρως την ώρα, να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί; Β' ΑΝΗΡ Με τα σωστά σου θα τα πας;

Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμμένους; . . . Για να την αφήση ο χάρος, γρηά, κακόγρηα, κακομαγειρεμμένη, να μην την πάρη, και σωθούν η αμαρτίες της! . . . Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, τ' ακούς!. . . . Κ' έκανε την πεθαμμένη, τ' ακούς! . . . Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της; . . . κι' αν δεν την εκακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήλθε, άτυχα, του κοριτσιού μου . . . Και πώς να τώχω, ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα φριμμένο, Θε μου! . . . Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό . . . Που μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα . . . Κ' εγώ έλεγα, η καϋμένη, νάρθη ο Θανάσης απ' την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ! . . . Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά! . . . Απ' το Θεό ας τωύρη!

Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή! — Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι. — Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο; — Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο! Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή.

Τούτο το νησί είναι δικό μου· τώχω από την Συκόρακα τη μητέρα μου, και συ μου το πέρνεις.

Αντί για τον Πολύφημο απάντησε ο Δαμοίτας. Την είδα μα τον Πάνα, ναι, που κτύπαε το κοπάδι, μα το γλυκό το μάτι μου που τώχω ένα μονάχο κι άμποτε κι άμποτε μ' αυτό να βλέπω ως να πεθάνω, κι ο Τήλεμος που το κακό προφήτεψε για μένα κακό να 'δη στο σπίτι του κακό και στα παιδιά του.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν