United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρχίζει σωστός πόλεμος, καταπονεί ο λαός τη φρουρά, τη διώχνει, τρέχει στη φυλακή, σπάνει τις πόρτες, βάζει φωτιά στο Πραιτώριο, παίρνει η φωτιά δρόμο, και ξολοθρεύει μεγάλο μέρος της Πόλης. Η Άγια Σοφιά, τα λουτρά ο Ζεύξιππος, μέρος του ιπποδρομίου από την πλευρά του Αυγουσταίου, πάμπολλα άλλα χτίρια και δημόσια κ' ιδιωτικά, κάηκαν όλα.

Κ' οι Αθηναίοι απάνω στον ενθουσιασμό τους τίμησαν το Δέξιππο όπως τόσους αιώνες τιμούσανε ξένους δίχως σωστή αιτία, μ' αδριάντες και μ' επιγράμματα. Πόση καταστροφή έφερε η μεγάλη αυτή πλημμύρα, πόσοι ναοί κάηκαν, πόσοι σκλάβοι κουβαλήθηκαν, πόσες πολιτείες και χωριά ρημαχτήκανε, δε σώζουνται χρονικά να μας πούνε.

Και στη σούγλα 425 περνάν τα σπλάχνα, κι' έπειτα στην ανθρακιά τα ψήνουν. Και τα μεριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, τα ψήνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν. Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, 430 τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έστειλα τους συντρόφους μουτα δώματα της Κίρκης, του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10 και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ. και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν, μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη. κ' ίσιον εστήσαμε κουπίτην κορυφή του τάφου. 15