Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Κι' ανάμεσό τους φαίνεται ο γέρο πολεμάρχος Σαν περατάρης γερανός που σέρνειτα φτερούγια Τα χηλιδόνια του Μαρτιού δαρμέν' απ' την αντάρα. Μ' ανέλπιστη παρηγοριά ο πεθαμένος κόσμος Το πονεμένο το κορμί ραντίζει του Θανάση, Κ' επίστεψεν από μακρά ότ' είδε το λημέρι Που την ψυχή του επρόσμενε. Ερρίζωσε η καρδιά του Βαθύτερατα σωθικά, του φώλιασετα μάτια Γλυκειά της μάνας του η ευχή.

Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του. και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315 απέλυσε απ' τα χέρια του•την μέση το κατάρτι φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη, κ' η αντένα ομού και το πανίτο πέλαο πέσαν πέρα. πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320 βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του. και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε, αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325 κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη• κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων• και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθιατην πεδιάδα σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοιτα πέλαγος εφέρναν. 330 και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη, και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.

Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω σέρνει με βια το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ, και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα. Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια· πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.

Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε·Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί;

Όλοι, όλοι; είπε ο Δημητράκης σα να ρωτούσε τον εαυτό του μπορεί. Μα και σε κείνον έφταιξε η εποχή του. Όμως φάνηκε ανώτερος. Σα δεν την εύρισκε τη δόξα στη ζωή, πήγε και την αγκάλιασε στο θάνατο. Για ιδές τον πώς τη σέρνει πίσω από τ' άλογό του. Απ' τις πλεξίδες τη σέρνει, απ' τις πλεξίδες! Θα το ιδούμε τάχα στις μέρες μας κ' εμείς τέτοιο θέαμα.

Και θα ήταν συγκινητική η πεισματάρικη θυσία που τόσους αιώνες τώρα εξακολουθεί και προσφέρει στους αρχαίους και θαυμαστούς προγόνους και στα περασμένα μεγαλεία μια ολιγαρχία του έθνους, που σέρνει το λαό από τη μύτη, ― αν δεν ήταν κρίμα ένας τέτοιος λαός να χάνεται σε τέτοιες άσκοπες θυσίες, την ώρα που οι θυσίες όλες έπρεπε να γίνονται γ ι α ν α ζ ή σ ε ι τ ώ ρ α, θυσίες άλλες, θυσίες στη ζωή και στη νίκη.

Σέρνει ο Βρυώνης τέσσερες χιλιάδες Αρβανίταις, Και τετρακόσιοι μοναχά είναι οι Μεσολογγίταις. Ο Μάρκος Βότσαρης μαζύ, της Κιάφας ο αετός, Τριάντα πέντε του Σουλιού συγύριζε ξεφτέρια, Ολομερίς σαλεύονται του Ομέρ-πασά τ' ασκέρια, Και σκώνεται μεσουρανίς πυκνός ο κουρνιαχτός. Άξαφνα βρέθηκε μια αυγή κλειστό το Μεσολόγγι. Μαύριζε γύρα η Αρβανιτιά, 'σάν να το ζώνουν λόγγοι.

Ο ΚυρΝικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.

Ο Αντώνιος, εις του οποίου την ψυχή άλλο αίσθημα δεν βασιλεύει ειμή εκείνο της φιλαρχίας, θέλει να ελευθερωθή από την στανικήν προσκύνηση, με την οποίαν είχε αγοράσει την βοήθεια του βασιλέα της Νεάπολης εις την αρπαγή του· και με λεπτότατη τέχνη σέρνει όπου θέλει αυτός την &οκνηρή& ψυχή του Σεβαστιάνου, ο οποίος γίνεται εργαλείο του δίχως να το καταλάβη.

Ο αητός ανατριχιάζει Κράζει ελαφρά το ταίρι του, τα νύχια του αναδεύει. Και τα φτερά με το ραμφί δυο-τρεις βολαίς χτυπάει. Είν' αγριογίδια που περνούν γοργά κι' αρμαθιασμένα, Μπροστά μπροστά πάει το τραγί, οπ' οδηγάει και σέρνει, Κ' έρχεται από κοντά η κοπή, γίδια και γιδομόσχια. Και γίνεται μεγάλος θροςτης σάρες, 'ς ταις χιλιάδες!

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν