Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Σεπτεμβρίου 2025
Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον προσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί· «Δεν μας αποχαιρετάς, Σάνδρε;» Το αποχαιρέτημα τούτο είναι εις τον τόπον μας δικαίωμα του καταδίκου και σχεδόν καθήκον επιβαλλόμενον εις αυτόν υπό της παραδόσεως.
Και πότε με έπιαναν γέλοια και πότε ούρλιαζα, αναλόγως της ιδέας η οποία με κατείχε. Και κατήρχετο κανονικώς και ατέγκτως. Αιωρείτο εις απόστασιν μόλις τριών δακτύλων από του στήθους μου. Έκαμα βιαίας, μανιώδεις αποπείρας να ελευθερώσω τον αριστερόν βραχίονά μου. Ήτο ελεύθερος από τον αγκώνα μόνον μέχρις της χειρός.
Οι χωρικοί καθαρώς και ευπρεπώς ενδεδυμένοι κατέλαβον οι γέροντες τα στασίδια, οι νεώτεροι τα προ των χορών κενά, νηφάλιοι και σιωπηλοί, κρατούντες πλαγιασμένας επί του στήθους των τας λαμπάδας μη αναφθείσας ακόμη. Όπισθεν δε των δρυφάκτων υπό το ημίφως των κανδήλων της γυναικωνίτιδος διέκρινε τις σκιεράς μορφάς, τας συναθροιζομένας γυναίκας.
Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς όσους υπέφερεν από τα στήφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη». Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα.
Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας• 165 «Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης, όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν• την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία. τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν 170 °ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει, με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη, και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν. εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει, αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. 175 και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις. και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη, ότ' είπες λόγον άπρεπον• και αμάθητος αγώνων εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, 180 ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη. νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη. αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις, ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». 185
Παραλείπω τα επιθέματα τα οποία φορεί επί του στήθους και της κοιλίας διά να παρουσιάζη τεχνητόν πάχος και πρόσθετον όγκον, ώστε να μη φαίνεται δυσανάλογον προς το ύψος το πάχος του.
Εντός ολίγων δευτερολέπτων ο Μανώλης κατεβλήθη, αφωπλίσθη και ησθάνθη επί του στήθους του το γόνυ του Σμυρνιού και την κόψιν του πασαλή του εις τον λαιμόν του. — Να σε μάθω 'γώ εδά πώς σκοτώνουνε; του έλεγεν ασθμαίνων ο Γιαννάκος. — Ό,τι θες κάμε, απήντησεν ο Μανώλης με πλήρη αποκαρτέρησιν.
Το πρώτον φίλημα του κυρτού ξυραφιού μου, εις οιονδήποτε μέρος του σχοινιού, θα ηλευθέρωνεν αρκετά το αριστερόν μου χέρι. Αλλά πόσον τρομερά θα ήτο τότε η γειτνίασις της σπάθης! Η ελαχίστη ατυχής κίνησις θα επέφερε τον θάνατον. Αλλ' ήτο δυνατόν να μη έλαβαν υπ' όψιν την περίστασιν αυτήν οι δήμιοί μου; Ημπορούσα να είμαι βέβαιος ότι θα συνηντάτο η κόψις του εκκρεμούς με το σχοινί του στήθους μου;
Και κατώρθωσε μεν ο Γιαμβατίστας ν' ακινητήση επί τινας στιγμάς επί του υψηλού αυτού βάθρου, αλλ' αίφνης, ενώ εσταύρωσεν επί του στήθους τας χείρας προς απομίμησιν του Βοναπάρτε, το όλον οικοδόμημα εσείσθη και κατέπεσε μετά φοβερού πατάγου, του οποίου υπερείχεν ο οξύτερος ήχος των συντριβομένων υαλίων.
— Τέτοια είνε αυτή, τέτοια, επέμενεν η γραία, αγωνιζομένη να κρατή την νέαν γυναίκα υποχείριον, διότι εφοβείτο μη αύτη μεταπεισθή. Το παίρνεις στην ψυχή σου, γρηά; επανέλαβεν ο ξένος. — Στην ψυχή μου και στη συνείδησί μου, απήντησεν η Εφταλουτρού, θέτουσα δραματικώς την χείρα επί του στήθους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν