Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουλίου 2025


Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της.

Έχασκαν τα οδοντωτά μπεντένια τους ψηλά, μες τα γαλάζια χρώματα του ουρανού καλοζωγραφημένα και ομορφοπελέκητα, σα δόντια πριονιού αριά που εκρέμονταν στα ύψη απειλητικά. Ξερολειχήνες και άλλα αμωροχόρταρα, αλάθητα σημάδια του παλιού καιρού, της γέρικης ζωής του κάστρου, ανάδοναν κ' εβλάστιζαν στερεμένα στους τοίχους ψηλά, ανάμεσα στις πέτρες σφηνωμένα.

Τους τοίχους του πύργου να τρυπήση, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήση δίχως μήτε σκλάβος να τονε δη, στης Μελέκης τα γόνατα να πέση και να ζητήση βοήθεια και σωτεριά, — είταν όνειρα γλυκά κ' ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης. Είχε ως τόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γείνη, να πετάξη και να φέρη ταγόρι στον Όλυμπο!

Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον το αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα.

Στη μικρή αυλή όλα γίνανε άνω κάτω: τα περιστέρια πέταξαν στη στέγη, οι γάτες σκαρφάλωσαν στους τοίχους, μόνο η γυναίκα σιωπούσε για να μην τραβήξει την προσοχή του κόσμου και έσκυβε για ν’ αποφύγει τα χτυπήματα προστατεύοντας τον εαυτό της με το αδράχτι.

Ο ήλιος είχεν υψωθή αρκετά εις τον ορίζοντα, κολυμβών μέσω αργυρού αιθέρος, πυκνοτάτου και περιέλουε τους θερισμένους αγρούς, τας πρασίνας σταφιδαμπέλους, τους βυσινίζοντας βουνούς του Χελωνάτα και τα πέριξ όλα δι' αφθόνου φωτός· τα χωρία κατέκειντο εδώ κ' εκεί, με τας υπομαύρους στέγας και τους λευκοκιτρίνους τοίχους των οικίσκων των, εν αμόρφω όγκω, ως χορταριασμένα ερείπια· ποίμνια έβοσκον παντού και βοών αγέλαι και ίππων εν αδελφική συμβιώσει, ενώ ωρθούντο πλησίον αι σκιάδες των φυλάκων, με την επιμήκη εκ ξηρών χόρτων στέγην και τους λεπτούς και στρεβλούς στύλους των, ως μεγάλα καψαλά πτηνά, ορθούμενα επί των κατίσχνων ποδών των.

Τα προγονικά κειμήλια που κρέμονταν στους τοίχους, ήταν πολλά κι αξετίμωτα. Ντυμένα στο χρυσάφι, βουτημένα στο αίμα, βαμμένα στον αθέρα της δόξας μοιάζανε με δράκους τυλιγμένους στ' άλυτα μάγια του καιρού.

Ήταν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του στον κόσμο, ο τελευταίος ανήφορος του Γολγοθά του, εκείνο το ανηφορικό σοκάκι, βρώμικο, όλο λίγδα, με ένα γατάκι ψόφιο μέσα στα σκουπίδια και τον ουρανό πορφυρό πάνω από τους ψηλούς τοίχους σκεπασμένους με αγριάδα. Στα μισά του δρόμου γύρισε να κοιτάξει.

Τα μάτια σου τοίχους τρυπούν και κρυφοθωρούνε, και συ γι' αυτιά μου μιλάς. Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη, κι άδικα με κολάζεις. Ψυχή δεν τρύπησα τοίχο να κοιτάξω. Τώρα πια δεν κρύβουνται τα κορίτσια σα θεν αγάπες, κ' έννοια σου. Στον καιρό μας είταν αυτά.

«Ου θυσία, ουχ ολοκαύτωμα, ου τόπος τού καρπώσαι». Και η μυστική λειτουργία, την οποίαν ετέλει προ χρόνων πολλών περί τους τοίχους του η φιλόστοργος Μαχούλα, η εξαδέλφη μου, δεν θα είχε ξαναγείνει πλέον από πολλού.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν