Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Σεπτεμβρίου 2025
Κι' ότι έφτασαν στου Μενεστιά τον πύργο ροβολώντας μέσα απ' το κάστρο — και δεινά τους ήβρανε σφιγμένους — να! τότε οι άλλοι σα θολή τις πολεμίστρες μπόρα 375 ανέβαιναν, των Λυκιωτών οι στρατηγοί κι' αρχόντοι· μα αφτοί τούς πέφτουν σα θεριά και το πελέκι αρχίζει.
Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.
Κατά την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν, όταν είδαν νάρχεται πίσω τους ένας άνθρωπος που ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο καβάλλα στο άλογό του που πήγαινε βήμα σιγά σιγά. Ερρίχτηκαν πίσω από τα δέντρα, κι' ο άνθρωπος πέρασε χωρίς να τους δη γιατί ήταν κοιμισμένος. Ο Τριστάνος τον ανεγνώρισε. — Αδερφέ, είπε σιγανά στον Καερδέν, είναι ο ίδιος ο Ντινάς ντε Λιντάν. Κοιμάται.
Έπειτα τους Τζάνους, που έγινε η υποταγή τους αφορμή και να χριστιανιστούν. Μα και σ' άλλες βαρβαρικές φυλές ξαπλώθηκαν τα καλά του Βυζαντινού του πολιτισμού εκείνους τους χρόνους, και κοντά και μακριά, καθώς να πούμε στη Μεσηβρινή Αραβία, τότες που ο βασιλέας ο Δαμιανός λήστευε τους εμπόρους που ανέβαιναν από την Αβυσσινία και μπλέχτηκε σε πόλεμο με το Βασιλέα της Αβυσσινίας τον Αδάδη.
Από κάτω, απ' τη σκάλα που ανέβαιναν, ακουγόταν τοργανέτο πούπαιζε και το σύρσιμο των ποδιών που χόρευαν. . . Όταν άνοιξαν την πόρτα για να μπούνε στη σάλα που μαύριζε από κεφάλια σαλευούμενα, χύθηκαν έξω μαζί με μια ζεστή μπούχα και τους αγκάλιασαν οι χαρούμενοι ήχοι της «Μικρούλας», που όλος ο κόσμος την τραγουδούσε τότε και δεν ήτον οργανέτο που να μη σαλτάριζε τσιριχτή μέσ’ απ’ την κοιλιά του και μόρτης που να μη σφύριζε, με τα χέρια βαθιά στις τσέπες, τον πρόσχαρο σκοπό της . . . Μερικοί νέοι, που στεκόντουσαν κοντά στην πόρτα, τραγουδούσαν τα λόγια, εκεί που χόρευαν οι άλλοι, και κρατούσαν το τέμπο με το πόδι: Να η Μικρούλα ! Να η Μικρούλα ! να ! – Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-ή ! Να η Μικρούλα ! Να η Μικρούλα! μπουμ ! Αυτή που έρχεται Η στρουμπουλή ! μπουμ·μπουμ !
Ο άνεμος τους ήρθε καλός κι' αλαφρός, κ' ένα πρωί, πριν από την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν. Εκεί δίχως άλλο ο καλός αυλάρχης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, θα τους φιλοξενούσε και θα μπορούσε να κρατήση μυστικό τον ερχομό τους.
Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυα της ανέβαιναν από την καρδιά στα μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι' η υπηρέτρα έφερε τα μπρικολίγενα να νιφτούν.
Ανέβαιναν από τα ελικοειδή μονοπάτια, από τους φιδωτούς δρόμους και πλημμύριζαν το ξωκλήσι, όπως το αίμα που από τις φλέβες ανεβαίνει στην καρδιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν