Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Σεπτεμβρίου 2025
Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί...» Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του.
— Ποιος Διάβολος σ' έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ' έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κ' έφυγες απ' την πατρίδα; Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος. — Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν' αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήση εκεί κάτω; Μ' αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου!
Και δυνατόν ο Λουκάς να ωρμήθη εις μίαν τοιαύτην κατάταξιν των διαφόρων πειρασμών εκ της σκέψεως, ότι ο πειρασμός ο απευθυνόμενος εις την ικανοποίησιν της υπερηφανείας και της φιλοδοξίας, ήτο λεπτότερος και συνεπώς ισχυρότερος του πειρασμού της πτώσεως. Περιπλέον δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι ο πειρασμός ούτος είναι εντελώς αντίθετος του πρώτου.
Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη: — Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα. Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα.
Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων. — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα. — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα; Και προσέθηκεν ο ασκητής. — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου; — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης· και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν. — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός!
Ω κύριε! κύριε! από σε και μόνον εξαρτάται ίνα την νύκτα ταύτην ευρίσκεται εδώ μία μεγαλόψυχος βασίλισσα. Το αίμα ανέβη εις την κεφαλήν του Βινικίου, και ο πειρασμός τον συνεκλόνιζεν ολόκληρον.
Όλοι με τα μάτια βουρκωμένα τον άκουγαν. Κάποιος γύρισε και κύτταξε τον Μαθιό στριμωγμένο σε μια γωνιά. — Σαν την έβαλε ο Πειρασμός και πήγε και πνίγηκε, τι φταίω εγώ; είπε ο Μαθιός. Και ο Λαλεμήτρος, που τον έβγαλε ο Θεός στη μέση, ξημερώματα του Θεού, στραβομάρα είχε να τρέξη να την αρπάξη, να την πάη σπίτι της; Μόνο λέει τώρα πως δεν πήγε ο νους του πως ήταν η Ουρανίτσα.
Ούτε του Σουμήλα ούτε των Βαλαωριτών τα ονόματα, ανέκαθεν αδιασπάστως συνδεδεμένα διά τε των δεσμών της συγγενείας και του υπέρ πατρίδος χυθέντος αίματος, ηθέλησα να μνημονεύσω απτόμενος της εποχής εκείνης, ίνα μη τις μοι προστρίψη μώμον ως δήθεν εκ προθέσεως περιαυτολογούντι. Ουχ ήττον ομολογώ ότι πολλάκις μοι επήλθε τοιούτος φιλοτιμίας πειρασμός.
Μόλις την είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!... Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα.
— Μα την πίστη μου, είπε ο αδελφός Γαρουφάλης θα πεθυμούσα όλ' οι θεατίνοι να πνιγούνε στο βάθος της θάλασσας. Εκατό φορές μου ήρθε ο πειρασμός να βάλω φωτιά στο μοναστήρι και να πάω να γίνω τούρκος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν