Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ανήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην έν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος».
Εμπήκα λοιπόν σα λύκος που κινδύνευσε να μείνη με το στόμα ανοικτό• αλλ' ήμουν ντροπιασμένος, γιατί έγινα αφορμή να διωχθή από το τραπέζι το παιδί του Ευκράτους.
Και θα χαλάσω τα χωριά, θα γίνω κλέφτης μάνα, Κι' ας φάη λύκος τα πρόβατα και αυτά τα έρμα γίδια. — Ό,τι κι' αν λέω μάνα μου, εγώ θα να το κάμω. — Μη σώκλεψαν τα πρόβατα, μη σ' άρπαξαν τα γίδια; Μην Αρβανίταις πέρασαν και σ' έβρισαν, παιδί μου; — Δεν κλέβουν πρόβατα από εμέ, ουδέ μ' αρπάζουν γίδια Κι' ουδ' Αρβανίταις μάνα μου, κοτάν' για να με βρίσουν...
Προκειμένου περί διάνομής των λαφύρων, ιδού πώς έλυσε το ζήτημα· — Βρε παιδιά, είπε, να φορτώσουμε τώρα τα πράγματα όπως είνε, μοιρασμένα κι' αμοίραστα, για να τα κουβαλήσουμε «όσο είνε νωρίς», — ήτον μία μετά τα μεσάνυχτα — κ' ύστερα κάνουμε καλά, όταν θα τα ξεμπαρκάρουμε. Ο λύκος απ' τα μετρημένα τρώει.
Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.
Τα ολίγα πρόβατα, τα οποία αφήκεν ο πατήρ του, τα έφαγε κατά το διάστημα της αναπτύξεώς του ο λύκος τουλάχιστον τούτο είπεν εις αυτόν ο θείος του, όταν ανδρωθείς εζήτησε να τα παραλάβη. Το γρέκι και τα πενιχρά σκεύη της καλύβης του εκράτησεν άλλος θείος, εξοφλών παλαιόν χρέος του πατρός του.
Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια, ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας, οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες τον νουν εις τα ζώα των. Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.
Ανωτέρω της ερήμου ταύτης οικούσιν οι Θυσσαγέται, και εκ του τύπου τούτου ρέουσι τέσσαρες μεγάλοι ποταμοί οίτινες, διερχόμενοι διά των Μαιωτών, χύνονται εις την λίμνην την καλουμένων Μαιώτιδα, και των οποίων τα ονόματα είναι Λύκος, Όαρος, Τάναϊς και Σύργις. Όταν ο Δαρείος ήλθεν εις την έρημον διέκοψε την πορείαν του και παρέταξε τον στρατόν του εις τας όχθας του ποταμού Οάρου.
Όρμησε τότες ο γιος τ' Ατρέα σα λύκος, κι' απ' τ' αμάξι αφτοί τόνε περικαλούσαν 130 «Πάρε μας έτσι ζωντανούς και δε θα μετανιώσεις, τ' Ατρέα γιε! Έχει θησαβρούς μεγάλους, κι' έχει πλούτη — χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο — στου μυριοπλούσιου μας γονιού, στον πύργο τ' Αντιμάχου· για ξαγορά μας άπειρα θα σου μετρήσει ο γέρος, αν μάθει ακόμα ζωντανούς πως μας κρατούν στα πλοία.» 135
Κι όταν πια ήλθαν η Χλόη κ' οι άλλοι, αφού άναψε φωτιά, από τα κρέατα άλλα τάβρασε κι άλλα τάψησε και πρώτα ξεχώρισε για τις Νύμφες το καλύτερο μέρος κ' έχυσε λίγο από κροντήρα, που ήτανε γεμάτη μούστο. Και σαν έστρωσε στρώμα από φύλλα χλωρά, αρχίσανε να τρων και να πίνουν και να διασκεδάζουν, και συνάμα είχε το νου του στα κοπάδια, μήπως λύκος πέφτοντας μέσα σ' αυτά κάμη τα έργα των εχτρών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν