Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος.
Και εκείνη, ως τέλειος σοφιστής: — Να είσαι βέβαιος περί τούτου, ω Σώκρατες, είπεν αφού και εις την φιλοτιμίαν των ανθρώπων αν θελήσης ν' αποβλέψης, θα ευρεθής ίσως εις απορίαν διά το παράλογον του πράγματος, αν δεν έχης υπ' όψιν σου όσα είπα, αναλογιζόμενος πόσον υπερβολικός είνε εις όλους ο έρως του να γείνουν ονομαστοί και δόξαν αθάνατον εις αιώνα τον άπαντα ν' αφήσουν, και υπέρ τούτου έτοιμοι είνε, περισσότερον ακόμη παρά υπέρ των τέκνων και κάθε κίνδυνον να κινδυνεύσουν και χρήματα να δαπανήσουν και κόπους να υποστούν και την ζωήν να θυσιάσουν.
Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη. εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα».
ΜΕΝ. Πρόσεξε, Χείρων, μήπως αντιφάσκης προς τον εαυτόν σου και ευρεθής εις την ανάγκην να είπης τα ίδια και διά τα εδώ. ΧΕΙΡ. Πώς δηλαδή; ΜΕΝ. Αν εις την ζωήν τα πάντοτε όμοια και τα ίδια σου έφεραν κόρον, και τα εδώ επειδή είνε όμοια ομοίως δύνανται να σου φέρουν κόρον, και τότε θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητής να μεταβής και απ' εδώ εις άλλην ζωήν, το οποίον μου φαίνεται αδύνατον.
Παρεμέρισεν εκ της οδού, επορεύθη εις πυκνόν θάμνον, και εκρύβη όπισθεν αυτού, περιμένων να περάσωσιν οι ιππείς. Ότε επλησίασαν ούτοι, ήκουσε τον εξής διάλογον. — Δεν ημπορεί να είναι μακράν. — Αυτός ο διαβολόγερος ειξεύρει τον τρόπον να χάνεται ως κονιορτός. — Πώς ευρέθης εδώ και τι συνέβη; ηρώτησε τον Βράγγην ο φαινόμενος ως αρχηγός των ιππέων. — Βοήθειαν πρώτον, αυτή η μικρά κινδυνεύει.
— Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιληάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είνε όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσης τη τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθής ακόμη εις τα κράτη μου θα σ' αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.
Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα· μα πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν, ηκολούθησεν αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης εβδομήντα χρόνους διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα διάστημα, εγώ θέλω σε κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να απολαύσης την Γαντζάδα, που την είδες εις το όνειρόν σου.
— Είμαι φτωχός άνθρωπος, απήντησε διά κλαυθμηράς φωνής ο Τρέκλας, ιδών ότι δεν ηδύνατο του λοιπού να υποκρίνεται τον νεκρόν. — Και τι κάμνεις εδώ; — Κοιμάμαι, απήντησεν αστείως ο Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ, τέτοιαν ώραν; — Εδώ έτυχε να νυκτωθώ, απήντησεν ψευδόμενος ο Τρέκλας. — Μήπως είσαι υπηρέτης του μοναστηρίου; — Είμαι κηπουρός. — Λοιπόν εδώ κάθεσαι, και μη λέγης ότι έτυχες.
ΧΟΡΟΣ Ω, συ, η οποία ήλθες εις το ιερόν αυτής της θεάς, εγώ, αν και γέννημα της Φθίας, έρχομαι όμως προς σε την καταγομένην από την Ασίαν, από λύπην, μήπως κατορθώσω να εύρω μίαν λύσιν των δεινών σου, αφού σε και την Ερμιόνην τρομερά έρις περιέπλεξε, διότι και αι δύο ένα άνδρα έχετε, τον υιόν του Αχιλλέως. Σκέψου καλά την δυστυχίαν εις την οποίαν ευρέθης.
Νέος Σωκράτης. Με ποίον μέσον; Ξένος. Διότι άλλα από αυτά είναι ακέρατα, άλλα δε κερασφόρα. Νέος Σωκράτης. Έτσι φαίνεται. Ξένος. Λοιπόν διχοτόμησε την πεζονομικήν, και μοίρασέ την εις τα δύο αυτά μέρη προσθέτων και ορισμόν. Διότι, αν θελήσης να προσθέσης ονόματα εις έκαστον από αυτά, θα ευρεθής πάρα πολύ πλεγμένος. Νέος Σωκράτης. Πώς να τα ειπούμεν λοιπόν; Ξένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν